Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012
Απόλυτες τιμές
"Αφιέρωμα των τριών:ένα λακκάκι."
Με τους Theorema και Mano.
Περάσαμε καλά οι δυο μας.Βγαίναμε κι οι δυο από τραυματικές ερωτικές σχέσεις κι έτσι δέσαμε.Δεν υπήρχε έρωτας,το ξέραμε.Αυτό ήταν προϋπόθεση εξάλλου.Υπήρχε όμως μια τρυφερότητα,μια συντροφικότητα.Είχαμε μια ανοιχτή σχέση.Είχαμε κι οι δυο τις περιπετειούλες μας-εικοσιπεντάχρονα παιδιά,βλέπεις.Αλλά αυτά ήταν γρατζουνιές,που επουλώνονταν γρήγορα.Προσέχαμε ο ένας τον άλλον,νιαζόμασταν.Πηγαίναμε ατελείωτες βόλτες στην πόλη,σινεμά,μοιραζόμασταν το λιγοστό φαΐ.Δεν υπήρχαν χρήματα.Καμμιά δουλειά του ποδαριού,για χαρτζιλίκι και ό,τι στέλναν οι οικογένειες.Εκείνος καστανός,λεπτός και ψηλός,με ασκητικά χαρακτηριστικά και το απαραίτητο μούσι.Εγώ μικροκαμωμένη,ξανθωπή με γαλανά μάτια.Όμορφο ζευγάρι.Εκείνου του άρεσαν οι τέχνες κι η φιλοσοφία.Αυτό που λέγαμε κουλτουριάρης.Με διαρκώς χαλαρό ύφος και ήρεμους ευγενικούς τρόπους.Εγώ πάλι έψαχνα τον εαυτό μου,προσπαθώντας να ξεπεράσω το σοκ της μεγαλούπολης,μετά τα παιδικά χρόνια στο χωριό.Με φώναζε "Λακκάκι",χωρίς ποτέ να μου εξηγήσει γιατί.Εγώ πάλι αρνιόμουν να του βγάλω χαϊδευτικό.Ήταν ο Κώστας.Η ζωή κυλούσε ήρεμα και όλα έδειχναν ότι αυτή σχέση τραβούσε μακρυά.
Ώσπου μια μέρα έγινε το κακό.Προσπαθώντας να βγάλω ένα βιβλίο από τα ράφια,που παρίσταναν τη βιβλιοθήκη,έριξα μαζί του και τρία τέσσερα άλλα.Βάζοντάς τα πάλι στη θέση τους,είδα ότι το ένα απ' αυτά ήταν το ημερολόγιό του.Η γυναικεία περιέργεια μ' έσπρωξε να το ξεφυλλίσω.
"Η |0| δεν κοιμήθηκε χθες εδώ.Πρέπει να της μιλήσω." Νιώθοντας το στόμα μου στεγνό το ξαναδιάβασα.Η |0|;!Ενώ έχανα το χρώμα μου άρχισα γρήγορα να ξεφυλλίζω παρά κάτω.
"Η |0| τέλειωσε το "Άκου ανθρωπάκο".Φαίνεται ενθουσιασμένη." Ώστε εγώ ήμουν η |0|!Το απόλυτο μηδέν!Δεν είχα αμφιβολία ότι αυτό εννοούσε γιατί τα συνήθιζε τέτοια παιχνιδάκια.Έναν φίλο μας που τον έλεγαν Πιέρ-Πέτρο δηλαδή αλλά η μάνα του ήταν βαρεμένη νεόπλουτη-τον έγραφε πR.Τώρα το αίμα άρχισε την αντίστροφη πορεία του και μου ανέβηκε στο κεφάλι.Ώστε το απόλυτο μηδέν Κωστάκη!
Χωρίσαμε μέσα σε καυγάδες.Δεν ξαναμιλήσαμε.
Τον ξανασυνάντησα μετά από χρόνια σ' ένα συνέδριο.Ένας ώριμος διανοούμενος,με του ευγενικούς τους τρόπους και το περίσκεπτο ύφος του.Ο χρόνος υπήρξε καλός μαζί του.Είχε κάνει μεταπτυχιακά στη φιλοσοφία και δίδασκε σ' ένα ξένο πανεπιστήμιο.Κάπνιζε προσηνής την πίπα του,φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό και διέθετε το απαραίτητο-ασημί πια-μούσι.Ανύπαντρος.Αλλά φαινόταν ευχαριστημένος απ' τη ζωή του.Εγώ,φτασμένη επαγγελματίας,με οικογένεια με παιδιά.μπορώ να πω ότι κρατιόμουν για την ηλικία μου.
Η συνάντηση στην αρχή ήταν αμήχανη,τυπική.Μου πρότεινε να με κεράσει καφέ.Δέχτηκα.Στην αρχή μιλήσαμε για τις ζωές μας.Σιγά σιγά επανήλθε η οικειότητα.Και τότε δεν άντεξα:
-Πες μου βρε Κώστα,γιατί με θεωρούσες το απόλυτο μηδέν;
Με κοίταξε ξαφνιασμένος.
-Εγώ σε θεωρούσα το απόλυτο μηδέν;
Του διηγήθηκα την ιστορία για το ημερολόγιο και το |0|.Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
-Έπρεπε να το είχες καταλάβει,μου είπε όταν βρήκε την αναπνοή του.
-Τι να καταλάβω;
-Πως σε φώναζα;
-Λακκάκι.Λοιπόν;
-Εεκίνο που λάτρευα περισσότερο πάνω σου ήταν το λακκάκι στον λαιμό σου.
Ασυναίσθητα το δεξί μου χέρι ανέβηκε στον λαιμό μου.
-Ε πώς θα μπορούσα να παραστήσω καλύτερα αυτό το λακκάκι από |0|;
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012
Death by chocolate-recipe
Άναψε τον φούρνο στους 180.Πήρε την στρογγυλή φόρμα,την λάδωσε προσεκτικά με το πινέλο.Έκοψε με το μάτι ένα κομμάτι λαδόκολλα.Άρχισε να το στρώνει στο εσωτερικό της φόρμας.Πήρε το μαγειρικό ψαλίδι να κόψει τις μύτες που περίσσευαν.Το ψαλίδι...Ένα πικρο χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του."Αυτό τό ΄χω για να κόβω τα σηκώτια για τη μαγειρίτσα!Δεν θα μου το χαλάσεις εσύ κόβοντας ό,τι βρεις μπροστά σου!"Αλλά τώρα δεν ήταν εδώ για να τον βλέπει.Θαύμασε το έργο του:μια,καλοντυμένη με λαδόκολλα,στρογγυλή φόρμα.
Πϊσω στο χρόνο τώρα.Στα καλά χρόνια της Αλεξάνδρειας,στη δαιμόνια Μαρία την Εβραία και στη διάσημη εφεύρεσή της,το μπάνιο της.Πήρε δυο κατσαρολάκια,το ένα μικρότερο απ' το άλλο,έβαλε στο μεγάλο λίγο νερό και το έβαλε στο μάτι,σε χαμηλή φωτιά.Πήρε τον τρίφτη κι άρχισε να τρίβει την κουβερτούρα μέσα στο μικρό.Δώδεκα νταμάκια,300 γραμμάρια.Κοίταξε μερικά ξέσματα που πετάχτηκαν έξω από το κατσαρολάκι. "Δεν είσ' άξιος να κάνεις μια δουλειά σωστά!Τσαπατσούλης μια ζωή!"Συνέχισε ανέκφραστος το τρίψιμο.Μάζεψε προσεκτικά όλα τα κομματάκια και τα έριξε στο κατσαρολάκι.Άνοιξε ένα βιτάμ.Προς στιγμήν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει πάλι το ψαλίδι αλλά τελικά σκέφτηκε ότι θα ήταν πιο δύσκολο.Πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι,τεμάχισε το βούτυρο και το έριξε πάνω απ' την τριμμένη κουβερτούρα,τα ανακάτεψε λίγο και τοποθέτησε το σκεύος μέσα στο νερό της μεγάλης κατσαρόλας,που ήδη είχε αρχίσει να ζεστάινεται.
Στη ζύμη τώρα.Έβγαλε μια μεταλλική ημισφαιρική λεκάνη απ' το ντουλάπι,έσπασε μέσα της τέσσερα αυγά κι άρχισε να τα χτυπάει με το μίξερ.Μια κούπα ζάχαρη,δυο κούπες αλέυρι που φουσκώνει μόνο του,μια κούπα κρέμα γάλακτος."Οι αλχημιστές του μεσαίωνα είναι τιποτένιοι ερασιτέχνες" σκέφτηκε κεφάτος καθώς μετρούσε με ακρίβεια τα υλικά.Μισή κούπα κακάο.Κάτσε,μισή ή ολόκληρη;Πρόστρεξε στο τεφτέρι με τις συνταγές."Αχ κακομοίρη μου!Τι ανακατεύεσαι με δουλειές που δεν ξέρεις;Σκατά θα τα κάνεις,όπως πάντα!".Ορίστε,μισή.Με τελετουργικές κινήσεις σκόρπισε μια πρέζα βανίλια στο μίγμα.Και η δική του πινελιά:τρεις κουταλιές της σούπας κόκκινο ρούμι.
Συνέχισε για λίγο να χτυπά το μίγμα με το μίξερ κι ύστερα γύρισε στην κουβερτούρα.Είχε κιόλας λιώσει.Την ανακάτεψε να γίνει ένα με το βούτυρο.Άρχισε ν' αδειάζει πολύ αργά το περιεχόμενο της μικρής κατσαρόλας μέσα στο μίγμα χτυπώντας το συγχρόνως με το μίξερ.Μέχρι να ομογενοποιηθεί.Να γίνει λείο.Όπως τις γωνίες της ζωής του.
Γέμισε τη φόρμα με το μίγμα και την έβαλε στον φούρνο.Τρία τέταρτα.
Την κρέμα τώρα.2/3 της κούπας κρέμα γάλακτος και δέκα νταμάκια τριμμένης κουβερτούρας.Στη φωτιά μέχρι να λιώσει η σοκολάτα.Ανακάτεμα μέχρι να γίνει το μίγμα λείο.Νάτο πάλι το λείο.Πάντα στη ζωή του ό,τι αγκάθια και γωνίες έβγαιναν μπροστά του,τα λείαινε με σπουδή.Όχι χωρίς κόστος.Σαν τη γάτα που γλείφει τη λίμα.Έσβησε το μάτι και άνοιξε το αποθηκάκι δίπλα στην κουζίνα.Εδώ κάπου ήτανε.Νάτο.Lannate για τις πορτοκαλιές.Η δική του πινελιά.
Έριξε τρεις κουταλιές της σούπας στην κρέμα.Μήπως δεν φτάνει;Έριξε λίγο ακόμα με το μπουκάλι.
Έβγαλε τη κατσαρόλα απ' τη φωτιά και την άφησε να κρυώσει.Κοίταξε τον πάγκο σπαρμένο με αλεύρια,ζάχαρη,σοκολάτα,πασαλειμμένο με σταγόνες απ'τη ζύμη."Κορίτο τά 'κανες πάλι!Αν νομίζεις ότι θα φάω τη ζωή μου για να μαζεύω τις βρομιές σου,είσαι πολύ γελασμένος!".Με αργές,προσεκτικές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει.Κοίταξε με προσοχή τα πλακάκια του τοίχου να βεβαιωθεί ότι είναι πεντακάθαρα.Αναμονή τώρα.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα.Σε μια γωνιά ο μόνος πραγματικά δικός του χώρος. Δικός του;Το γνωστό πικρό χαμόγελο ξαναφάνηκε στα χείλη του. Ένα μικρό γραφειάκι με τρία συρτάρια σε κάθετη διάταξη.Άνοιξε το πρώτο συρτάρι κι άδειασε το περιεχόμενό του στο γραφείο.Χαρτιά,σημειώσεις,τετράδια,cd,φλασάκια,χύθηκαν στην επιφάνειά του.Άρχισε να τα ξεχωρίζει.Μνήμες;Ναι.Αλλά τώρα θα τις έβαζε στο καθαρτήριο,θα τις έκανε να θυμίζουν την ζωή ενός άλλου.Αυτού που όλοι τον ήθελαν να είναι.Εκτός ίσως από τον ίδιο.Πικρό χαμόγελο.
Σύντομα δίπλα του φτιάχτηκε ένας σωρός από τσαλακωμένα χαρτιά,σπασμένα cd,πεταμένα φλασάκια.Ουπς!πέρασε η ώρα.
Πήγε βιαστικά στην κουζίνα,άνοιξε τον φούρνο κι έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά του γλυκού.Καθαρό.Έσβησε τον φούρνο,έβγαλε την φόρμα και την άφησε να κρυώσει.Πίσω στην κρεβατοκάμαρα.
"Δυο μέρες έχω να σε δω.Μου λείπεις." Τσαλάκωμα. Στο καθαρτήριο.
"Θέλω να γαμηθούμε λυσσασμένα,να ξεσκιστούμε."Σε πακέτο άσσος σκέτο.Σκίσιμο.Στο καθαρτήριο.
Cd με φωτογραφίες της ζουμερής συναδέλφου.Με αδαμιαία περιοβολή.Αν εξαιρέσεις το δαντελωτό σλιπάκι.Στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.Σπάσιμο.Στο καθαρτήριο.
"Ρε φίλε γιατί μας κάνεις το βαρύ πεπόνι;Για μια γκόμενα δεν αξίζει.Πάρε με,θέλω να βρεθούμε να τα πούμε".Σκίσιμο.Στο καθαρτήριο.
Ο σωρός δίπλα του μεγάλωσε.Έλεγξε άλλη μια φορά το αποστειρωμένο περιεχόμενο των συρταριών και ικανοποιημένος τα έκλεισε.Μάζεψε από κάτω τον σωρό,πήγε στην κουζίνα,άνοιξε το πορτάκι της ξυλόσομπας κι άρχισε να τα ρίχνει λίγα λίγα.Να βεβαιωθεί ότι κάηκαν καλά.Ότι έμειναν μόνο στάχτες. Οι στάχτες του.
Επί το έργον τώρα.Άδειασε την φόρμα σε μια πιατέλα,στρωμένη με απορροφητικό χαρτί,την ξαναγύρισε ανάποδα κι έξυσε με προσοχή την ξεραμένη από το ψήσιμο επιφάνεια του γλυκού.Με το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού έκοψε,με γεωμετρική ακρίβεια,το γλυκό στη μέση οριζόντια.Γέμισε με κρέμα την πάνω επιφάνεια του μισού γλυκού κι εφάρμοσε το άλλο μισό από πάνω του.Με σταθερές κινήσεις γλύπτη άρχισε να το γλασάρει.Ορίστε.Έτοιμο.Θά 'πρεπε να το βάλει στο ψυγείο για μισή ώρα αλλά δεν βαριέσαι,είναι κρύος ο καιρός.
Έκατσε στο τραπέζι,πήρε το σημειωματάριο,κι άρχισε να γράφει:
"Αγάπη μου σού 'φτιαξα το γλυκό που σ' αρέσει.Έβαλα όμως βιολογική σοκολάτα και ίσως έχει λίγο παράξενη γεύση.Φιλιά.Κ."
Τελευταία πράξη τώρα.Ξαναπήγε με αποφασιστικά βήματα στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε το πάνω μέρος της ντουλάπας.Εκεί,χωμένο δίπλα στα παπλώματα,το δίκαννο του πατέρα του.Skoda,ένα έργο τέχνης.Όχι σουπερποζέ κι άλλες μοντέρνες ανοησίες.Κάθησε στο κρεβάτι,το έβγαλε από τη θηκή και άρχισε να το μοντάρει όπως τον είχε μάθει.Πρώτα την πάπια,μετά την κάννη.Έβγαλε τα δυο φυσίγγια από την εξωτερική τσέπη της θήκης και τα τοποθέτησε στις θαλάμες.Προς στιγμήν το βλέμμα του χάθηκε στο πουθενά,χαϊδεύοντας το όπλο αφηρημένα.Μετά,σαν να ξύπνησε,πήρε μια βαθειά ανάσα,σαν αυτή που μας γεμίζει κουράγιο για να σπάσουμε ένα απόστημα κι έχωσε τις κάννες στο στόμα του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)