Διακρίσεις του μπλογκ

1.Ποστ-αφιέρωμα από την Theorema.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

The Brussels connection



Σταμάτησε μαλακά το AUDI δίπλα στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Ακριβό αυτοκίνητο αλλά τα άξιζε τα λεφτά του. Μπορεί να το χρώσταγε ακόμα αλλά δεν μετάνιωνε. Κοίταξε προσεκτικά γύρω του, τσέκαρε τους καθρέφτες. Κανείς. Παρότι αφέγγαρη η νύχτα είχε μια απόκοσμη λάμψη από το χιόνι που στοργικά σκέπαζε το κάθε τι. Ρύθμισε το φως καμπίνας να μην ανάψει καθώς θ' άνοιγε την πόρτα. Κατέβηκε, έκλεισε μαλακά την πόρτα, στάθηκε μια στιγμή σαν αναποφάσιστος, με τα χέρια στην τσέπη του ακριβού παλτού του. Κάνοντας ότι διορθώνει το burberry κασκόλ του κοίταξε πάλι προσεκτικά γύρω του. Κανείς. Προχώρησε προς το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Η πόρτα του κήπου άνοιξε μ' έναν ανατριχιαστικό στριγγό ήχο. Στάθηκε κι αφουγγράστηκε. Τίποτα δεν έσπαγε την καθησυχαστική σιωπή του χιονιού.
«Τέτοια ώρα,τέτοια νύχτα, χριστουγεννιάτικα κανείς δεν θα κυκλοφορεί στους δρόμους» σκέφτηκε ανακουφισμένος.
Προχώρησε στο πλάι του σπιτιού και, όπως έλεγαν οι οδηγίες, έσπρωξε απαλά την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε αθόρυβα. Μπήκε, βγάζοντας από την τσέπη του τον μικροσκοπικό φακό του με την εξαιρετικά συγκεντρωμένη δέσμη. Άρχισε να ελέγχει τον χώρο. Σκουπίδια παντού. Βρώμικα κουρέλια, χαρτιά, περιττώματα, αποφάγια, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά συνέθεταν την μεταμοντέρνα διακόσμηση του χώρου, με φόντο βρώμικους τοίχους καλυμμένους με κάθε λογής γκράφιτι. Αδιαφορώντας για όλ' αυτά προχώρησε προς την απέναντι πόρτα κι άρχισε να ελέγχει με προσοχή το πρεβάζι της σάπιας κάσας. Νάτη. Έριξε τη δέσμη του φακού του μέσα στην τρύπα που είχε δημιουργηθεί απ' τον συδυασμό σαρακιού και πεσμένου σοβά. Ο φάκελος ήταν προσεκτικά στριμωγμένος, να μην φαίνεται. Έβαλε το δείκτη και τον μέσο έπιασε την άκρη του φακέλου και τον τράβηξε. Ένας θόρυβος πίσω του τον έκανε να γυρίσει αλαφιασμένος, στρέφοντας το φακό του προς τα εκεί. Δυο μαύρα μάτια, σε μελαψό πρόσωπο, στεφανωμένα με λιγδερά μαύρα μαλλιά τον κοιτούσαν έντρομα. Ψύχραιμα έβαλε τον φάκελο στην τσέπη του και βγήκε από την μπαλκονόπορτα. Πήγε με αργό βήμα στο αυτοκίνητο, μπήκε  και ξεκίνησε χαλαρά. Οδηγώντας, άνοιξε τον φάκελο, έβγαλε από μέσα το χαρτί και το διάβασε φευγαλέα. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Με τα λεφτά που του είχε υποσχεθεί ο Συμβολαιογράφος θα ξεχρέωνε επιτέλους το AUDI. Πέταξε το χαρτί στο διπλανό κάθισμα. Τρεις μόνο λέξεις ήταν χαραγμένες επάνω του :
«Theorema, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος».Συνέχισε να οδηγεί ικανοποιημένος.
[Σ]


Είδα τις χοντρές μπότες του να εμφανίζονται μέσα από την καμινάδα.
Απόρησα, Χριστουγεννιάτικα ο Άγιος Βασίλης δεν έρχεται ποτέ.
Σε μια βδομάδα ήταν η γιορτή του, τι γύρευε νυχτιάτικα στο δικό μου σαλόνι; Περίμενα να εμφανιστεί ολόκληρος και στάθηκα μπροστά στο τζάκι.
"Τι θέλεις Χριστουγεννιάτικα εδώ, Σάντα;", τον ρώτησα καθώς ξεσκόνιζε το μανίκι του από την κάπνα.
Η γενειάδα του ολόλευκη, το κόκκινο ρούχο του ατσαλάκωτο σαν καινούριο.
"Απορώ, καθαριστήριο το πήγε πριν κατέβει ως εδώ;", αναρωτήθηκα χωρίς να μιλήσω.
"Εσύ έγραψες την πρώτη ιστορία, ο Τσαλαπετεινός τη δεύτερη κι ο Σελιτσάνος την τρίτη, έτσι;", με ρώτησε χωρίς περιστροφές.
Είχε ξεχάσει μέχρι και να με καλησπερίσει.
Ένα τρομερό δέος με διαπέρασε σαν ερωτική ταραχή. Πρώτη φορά ένιωθα να ερωτεύομαι έναν Άγιο. Φωτιά θα έπεφτε να με κάψει...
"Ναι, έτσι έγινε, ακριβώς", παραδέχτηκα κοιτώντας τον από την κορυφή ως τα νύχια.
"Και γιατί παίξατε με το κοινό βάζοντάς το να διαλέξει;", με επέπληξε σοβαρά, πλησιάζοντας λίγα βήματα κοντά μου.
Μύριζε χειμώνα, χιόνι και μια ιδέα ιδρώτα. Συγκλονίστηκα.
"Για τη χαρά του παιχνιδιού, Σάντα", παραδέχτηκα νιώθοντας τύψεις για κάτι που δεν είχα καταλάβει τι ήταν.
Μάλλον έφταιγε το χέρι του, που απλώθηκε προς το μέρος μου απειλητικά.
"Ανέβα!", με πρόσταξε χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις.
Μπήκα στην καμινάδα ξωπίσω του, ακολουθώντας τον σαν κουρδισμένο παιχνιδάκι.
Βγήκαμε στην έναστρη νύχτα ασθμαίνοντας.
Με έπιασε από τη μέση και με έριξε πάνω στο έλκηθρο που περίμενε απέξω.
Οι τάρανδοι μούγκρισαν όλο χαρά.
Αρχίσαμε να πετάμε στον καθαρό ουρανό, όπου διακρίνονταν μόνο μερικά ασημένια αστέρια.
Τον κρατούσα από τους ώμους και μέσα μου κάτι έλιωνε σαν σιρόπι πάνω σε γλυκό.
"Με απήγαγε ο Αγιος Βασίλης", σκέφτηκα με μια άγρια χαρά. "Και πώς να το πω στους άλλους δυο που περιμένουν; Δεν έχω κάν μαζί μου ένα κινητό!"...
Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον συμβολαιογράφο. Πώς θα χαριστούν τα δώρα στους νικητές. Τι θα γίνει αύριο.
Το μόνο που ξέρω απόψε είναι πως έπεσα θύμα απαγωγής από έναν κόκκινο άγιο, και ο θεός βοηθός από εδώ και πέρα...[Th]

,
Το πρωί της Δευτέρας 26/12/2011, στις 6.17 ακριβώς κι ενώ ακόμα δεν είχε ξημερώσει, πλησιάζοντας στο κτίριο γραφείων στη Boulevard Anspach στο κέντρο των Βρυξελλών, η Maria Sol, καθαρίστρια από το Εκουαδόρ, είδε σταθμευμένα 4 περιπολικά με αναμμένους τους προβολείς και την είσοδο του κτιρίου όπου εργαζόταν, αποκλεισμένη με πορτοκαλί κορδέλες. Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να κάνει μεταβολή και να φύγει ή να προχωρήσει. Ένα χτύπημα στην πλάτη την κατατρόμαξε. Ήταν ο θυρωρός του κτιρίου, ένας μεσήλικας Έλληνας, ο χειρότερος κουτσομπόλης που είχε γνωρίσει ποτέ · φύσει και θέσει. 

Δεν πρόλαβε,  να τον ρωτήσει τί συνέβη, ούτε καν  να τον καλημερίσει κι εκείνος άρχισε να της λέει χωρίς κανέναν ειρμό: “Τον μπαγάσα! Την κοπάνησε με όλα τα δώρα του διαγωνισμού. Και τα λεφτά της αμοιβής άρπαξε και τη δουλειά δεν έκανε! Οι άλλοι κάτω σε μας,  περιμένουν ακόμα τα αποτελέσματα. Συμβολαιογράφος να σου πετύχει! Μεγάλος απατεώνας!. Καλά, βέβαια εγώ  είχα καταλάβει από την αρχή  τι μούτρο ήταν. Το χειρότερο όμως, ξέρεις ποιό είναι;” Χωρίς να περιμένει απάντηση από τη Maria Sol που μόλις που καταλάβαινε τα γαλλικά του με την έντονη Τρικαλινή  προφορά, συνέχισε ακάθεκτος: “ Λένε – κι αυτό να μη σου ξεφύγει σε κανέναν- ότι απήγαγε και τη γυναίκα που του ανέθεσε τη δουλειά!  Αυτή πάλι, σοβαρή μπλογκερ χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες, λένε ότι ενώ κατάλαβε ότι πρόκειται για απαγωγή, τον ερωτεύτηκε και του πρότεινε να φύγουν μαζί για τη Βενεζουέλα που εργάζεται μια φίλη της που τη λένε So Far! Καταλαβαίνεις βέβαια, ότι έτσι η υπόθεση θα περάσει στα χέρια της Ιντερπόλ και...” 

Από τη φλυαρία του θυρωρού η Maria Sol γλύτωσε με την παρέμβαση ενός αστυνομικού που τους πλησίασε κι αφού τη ρώτησε αν εργάζεται στο συγκεκριμένο κτίριο της ζήτησε να τον ακολουθήσει.  Τους είπε ό,τι ήξερε. Ότι είχε δει τα δώρα όταν τα έφεραν  στο γραφείο την περασμένη εβδομάδα και ότι ο συμβολαιογράφος της είχε ζητήσει να μην καθαρίσει το δωμάτιο όπου φυλασσόταν και ότι το είχε διπλοκλειδώσει ο ίδιος. Επίσης   ότι καθαρίζοντας τη ντουλάπα που κρεμούσε το παλτό του, την Παρασκευή το απόγευμα είδε κρεμασμένη μια στολή Αγιο Βασίλη και μια ψεύτικη γενειάδα. Tης φάνηκε περίεργο γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν τόσο όμορφο και νέο άντρα ντυμένο Άγιο Βασίλη. Αφού δίστασε για λίγο πρόσθεσε ότι στο κάτω μέρος  της ντουλάπας  βρήκε τσαλακωμένο ένα χαρτί που έγραφε τρεις λέξεις, τη μία κάτω από την άλλη. Δεν το είχε πετάξει. Αν το ήθελαν, ναι,  το είχε μαζί της. Άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε το χαρτί και το έδωσε στους αστυνομικούς. Το έπιασαν φορώντας γάντια, το έβαλαν σε μια διάφανη σακούλα. Μερικές ώρες αργότερα, στη Σήμανση έμαθαν ότι έγραφε ελληνικά: “Θεώρημα, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος” και μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο. [Τ]






Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Μαγειρέματα

Η εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης για την μαγειρική και τη γαστρονομία έχει γίνει γνωστή ως μοριακή γαστρονομία. Αυτή είναι ένας υποτομέας της επιστήμης των τροφίμων. Σημαντικές συνεισφορές έχουν γίνει από τους σεφ επιστήμονες και συγγραφείς όπως ο Τσαλαπετεινός (ψυχοερευνητής, ιπτάμενος καλλιτέχνης),η Theorema (ερευνήτρια,αρχιτέκτων ψυχικών δομικών έργων) και ο Σελιτσάνος (επίτιμος γευσιγνώστης, αποτυχημένος φροϋδιστής). Ανθολογίσαμε δείγματα της δουλειάς των τριών σοφών, ευελπιστώντας να συμβάλουμε στην επιτυχία των επερχομένων εορταστικών γευμάτων και τραπεζωμάτων.
(ΣΣ. Αν μετά την ακριβή εκτέλεση των συνταγών το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό, διαθέτομεν επαρκή λίστα ικανοτάτων ψυχιάτρων να σας βοηθήσουν.)




Την βλέπω που ανακατεύει το νερό και μου' ρχεται να φωνάξω. Ούτε βραστό αυγό δεν ξέρει να φτιάχνει η άχρηστη, και μου καμώνεται για μαγείρισσα περιωπής με ένα πάκο τορτελίνια. Σκίζει το χαρτί του Knorr και πετάει τον κύβο στην κατσαρόλα. Μετά ανακατεύει ξανά να πάει παντού η μυρωδιά, έτσι λέει. Δεν αντέχω πια, δε γίνεται άλλο, έσκασα, απόψε θα της το πω. Να ξεμπερδεύω.
«Μύρισε να δεις τι ωραία που ευωδιάζει το φαΐ», λέει και μου δείχνει με την κουτάλα το βραστό νερό με τα πρασινοκόκκινα ίχνη.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Πλησιάζω και τραβάω μια μυτιά σα να ρούφαγα κόκα. Τους σιχαίνομαι τους κύβους Knorr, μου φέρνουν αναγούλα.
«Ωραίο», της λέω ο δειλός και της χαμογελάω κι από πάνω.
Πρέπει να τελειώνω με όλα αυτά. Να ξεκαθαρίσω τη θέση μου και να φερθώ σαν άντρας. Ωραία, έγινε. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που ερωτεύεται άλλη. Έγκλημα έκανα στην τελική ή μήπως το κυνήγησα κιόλας; Τόσα χρόνια είμαστε μαζί, αδέρφια γίναμε! Ίδιο αίμα. Πηδιέσαι όμως με την αδερφή σου; Είναι ποτέ δυνατόν; Όχι πως με τη Σοφία έμπλεξα μόνο για το σεξ, εννοείται. Τα βλέπω όλα σοβαρά, έρωτας βαρβάτος. Στην αρχή ήταν μια γλυκιά ιδέα, ένα καλό κρεββάτι, λίγη παρέα τις ώρες της μοναξιάς. Σιγά σιγά άρχισα να κολλάω μαζί της. Την σκεφτόμουν συνεχώς, έκανα δέκα ρεηφρές την ώρα στο κινητό, δεν κοιμόμουν τις νύχτες. Οδηγούσα και της αφιέρωνα τραγούδια ενώ δεν ήταν εκεί, μιλάγαμε, της έλεγα και μου απαντούσε, στο μυαλό μου πανικός. Μια δεύτερη ζωή μες το κεφάλι μου, ακόμα πιο ζωντανή από την πρώτη. Και οι κλεμμένες μας στιγμές, ευτυχία...
«Τα τορτελίνια επιπλέουν. Λες να έγιναν; Έτσι γράφει στο πακέτο», με ρωτάει και με κοιτάζει σα να ξέρει τι σκέφτομαι. Σα να με διαβάζει.
«Σβήσε τη φωτιά και σούρωσέ τα», της απαντώ και την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως θέλω να της φέρω την κατσαρόλα στο κεφάλι. Ή να χώσω μέσα το κεφάλι μου εγώ. Καλύτερη ιδέα.
«Η κρέμα γάλακτος με το ροκφόρ πόση ώρα πρέπει να βράσει; Να τρίψω σκόρδο τώρα ή μετά;», ρωτάει με φωνή αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού και με πιάνει ζαλάδα.
«Λιώσε στην κρέμα το τυρί, ανακάτεψέ τα κάνα τέταρτο σε σιγανή φωτιά με ξύλινο κουτάλι, ρίξε μανιτάρια, μπέικον, αλατοπίπερο και στο τέλος λίγο βούτυρο και μια πρέζα σκόρδο», απαγγέλλω τη συνταγή που υποτίθεται πως είχε αναλάβει να μαγειρέψει.
Παρόλα αυτά δεν την μισώ. Απλώς τώρα πια την βρίσκω αδιάφορη, κρύα, εκνευριστική, ασέξουαλ. Κάποτε την ερωτεύτηκα μέχρι θανάτου, σήμερα απλώς την ανέχομαι και μελαγχολώ. Μπορεί και αυτή το ίδιο.
Η Σοφία περιμένει να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα.
«Αν της το πεις επιτέλους», μου ξεκαθάρισε, «μπορούμε να μείνουμε μαζί από το ίδιο βράδυ. Αν διστάσεις ξανά, θα πάω πίσω στο νησί και μη με ψάξεις».
Να μην την ψάξω...
«Έλα λίγο μωρέ να δεις τη σάλτσα», με φωνάζει και σπεύδω σαν κουρδισμένο ρομπότ.
Η σάλτσα έχει δέσει, τα υλικά έχουν γίνει ένα μεταξύ τους, οι μυρωδιές έχουν συγχωνευτεί. Όπως κι εμείς οι ίδιοι τελικά. Όπως και οι ζωές μας.
Την κοιτάζω που σερβίρει στην κουζίνα μας. Με τα γνωστά μαχαιροπίρουνα, τα οικεία πιάτα, τα παλιά ποτήρια. Σκέφτομαι το βόλεμα των γυαλικών μέσα στα ντουλάπια. Των σεντονιών στο συρτάρι. Των ρούχων στις κρεμάστρες. Των βιβλίων στα ράφια. Το δικό μου δίπλα της, μέσα στο σπίτι αυτό. Το βόλεμά μας. Τεράστιο μαρτύριο το ξεβόλεμα αυτό, σκέτη αγωνία ανασφάλεια του άλλου. Κι αν η Σοφία με παρατήσει και καταρρεύσω μετά; Αν στραβώσει κάτι;
Τουλάχιστον τώρα ξέρω πως η ζωή μου είναι στρωμένη, άνετη. Αν με τη Σοφία δεν τα βρούμε στη συγκατοίκηση, στα οικονομικά, τις διακοπές ή όπου, τι κάνω εγώ μετά; Πάτησα τα πενήντα πια. Παρόλο τον έρωτα και το ωραίο σεξ, παρόλη την καύλα, είμαι τώρα για νεανικές περιπέτειες και δοκιμές ζωής;...
«Τρώμε, αγάπη μου», φωνάζει δυνατά και τότε ξέρω μέσα μου πως ούτε και φέτος θα χωρίσω.



Θεώνη! Τί κάνεις στο παράθυρο πάλι; Στη ρέμβη το έριξες τώρα που έπρεπε να βγάλεις φτερά στα πόδια σου; Σάλευε! Πρώτα στον μπουφέ· τα ασημένια μαχαιροπίρουνα θέλουν γυάλισμα με σόδα. Θέλω να βλέπω το πρόσωπό μου στα κουτάλια. Και ύστερα πιάσε να πλύνεις το καλό σερβίτσιο. Τι θα πει είναι καθαρό; Όχι κύριε, δε φωνάζω. Οδηγίες δίνω στη Θεώνη. Και τα κρυστάλλινα ποτήρια θέλουν φρεσκάρισμα. Το άσπρο τραπεζομάντηλο, κολλαριστό, θα στρωθεί αύριο και μεθαύριο, την παραμονή θα μπούνε τα σερβίτσια. Να εδώ, στην κορυφή, στη θέση του μακαρίτη, θα καθίσει ο θείος Χαρίλαος κι απέναντι ο κουνιάδος μου ο βουλευτής. Τρομάρα του. Σαράντα στρέμματα έδωσε μπιρ παρά για να εκλεγεί. Τα είκοσι ποτιστικά. Μακριά οι δυο τους, γιατί θα αρπαχτούν πάλι για τα πολιτικά, χρονιάρες μέρες. Μπορώ να ξεχάσω τι έγινε τα Χριστούγεννα του `53; Όχι το `55 ήταν, γιατί εκείνη τη χρονιά είχαμε πάρει το πικ απ. Grundig, παρακαλώ. Εξαίρετος ήχος. Ακούγαμε “Λίγες καρδιές αγαπούνε”, όταν ήρθαν στα χέρια. Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε. Κι ό, τι είχαμε αρχίσει να χορεύουμε. “...οι πιο πολλές σε ξεχούνε, μόλις περάσει η βραδιά...” . Ω! Με συγχωρείτε κύριε, αλλά με το τραγούδι παρασύρομαι, δίκαιο έχετε, πιο σιγά...Μακριά λοιπόν! Μακριά για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Οι άλλοι θα βολευτούμε. Πέντε από τη μια μεριά, πέντε από την άλλη. Δώδεκα μόνο φέτος -ζωή να έχουμε- άνετα θα είμαστε. Να αγιάσει η ψυχή της μανούλας μου που διάλεξε αυτό το τραπέζι. “Μεγάλο κόρη μου” έλεγε και ξανάλεγε, “να χωράνε όλοι στις γιορτάδες”. Εγώ βλέπεις δεν το ήθελα τόσο μεγάλο γιατί...

Χτυπάνε Θεώνη! Κουφή είσαι και δεν ακούς; Τρέχα γρήγορα να ανοίξεις. Ο παραγιός του χασάπη θα είναι. Αλλά πρόσεξε: όχι πολλά πολλά μαζί του. Ξέρω πολύ καλά τι λέω εγώ. Σουσουράδα. Τον έχω δει που κόβει βόλτες συνέχεια έξω από το σπίτι. Σοβαρή σοβαρή να του ανοίξεις και να δεις αν τα έφερε όλα. Κιμά -δυο οκάδες χοιρινό, μια οκά μοσχάρι, για τη γέμιση και τα γιαπράκια- τη γαλοπούλα και το κεφάλι με τα ποδαράκια για την πηχτή. Αν δεν είναι διπλοκομμένος ο κιμάς, να του πεις να τον πάρει πίσω και να τον περάσει δεύτερη φορά στη μηχανή. Ύστερα βάλε την κεφαλή του χοίρου στο νερό να λευκανθεί και να καψαλίσεις καλά το πουλερικό. Θεώνη στάσου!!! Να την προλάβω ήθελα κύριε, γι αυτό φώναξα, να της δώσω το μπουρμπουάρ του παραγιού. Καλά, καλά αφού επιμένετε θα του τα δώσω ιδιοχείρως όταν περάσω να πληρώσω το χασάπη. Αλλά αφήστε με τώρα. Πρέπει να δω τη συνταγή του μπακλαβά γιατί δεν την ενθυμούμαι καλώς.. Διπλή δόση θα κάνω φέτος. Να στείλω και μια πιατέλα στην εξαδέλφη μου. Πέντε χρόνια και το κρατάει ακόμα το πένθος. Υπόδειγμα συζύγου η Χαρίκλεια. Να ο Τσελεμεντές, τα γυαλιά μου όμως πού τα άφησα; Εγώ στα τρία ξεπένθησα, ήμουν βεβαίως πολύ νεότερη, α τα φοράω καλέ! Πνιγόμουν με τα μαύρα, το ευρετήριο είναι στο τέλος, αλλά δεν ξανάφτιαξα τη ζωή μου, ευρετήριο, ευρετήριο και μου έκαναν δύο προξενιά. Μ...μ... Μπακλάβας! Σελίδα 339. Ο ένας ήταν καλός. Άνθρωπος του κόσμου, θα έχανα όμως τη σύνταξη. Σελίδα 337, στην επόμενη. Να! Τον βρήκα. “Διακόσια δράμια ψίχα αμυγδάλων”. Όχι, εγώ βάζω εκατό δράμια αμύγδαλα, εκατό καρύδια. Έτσι του άρεσε του μακαρίτη. Έτσι τον έφτιαχνε η πεθερά μου δηλαδή κι έτσι είχε συνηθίσει. Ανάμεικτα. Ορίστε, το έχω σημειώσει εδώ, στο τέλος της συνταγής, εδώ που λέει: “Θέτομεν δε αυτόν να ψηθή εις μέτριο φούρνον επί μίαν και ημίσειαν ώρα”.

Όταν έρθει η Θεώνη, θα της πω να κοπανίσει και κανελλογαρύφαλλα, τριάντα δράμια για τη διπλή δόση. Να πιάσει μετά να καθαρίσει και τα κάστανα για τη γέμιση, να βγάλει τα κοτσάνια και να πλύνει τη σταφίδα. Όταν μπαίνω στην κουζίνα θέλω όλα τα υλικά έτοιμα και τη σακοράφα, εκεί για το ράψιμο της γαλοπούλας. Με την κλωστή περασμένη. Διπλή πάντα για να αντέχει. Αλλά το πιπέρι και το μπαχάρι θα το τρίψει εκείνη τη στιγμή, όχι πριν. Αλλιώς χάνουν τη μυρωδιά τους. Τι μυρίζει; Πω πω άσχημη μυρωδιά είναι αυτή; Να δεις που καψαλίζει τη γαλοπούλα στην κουζίνα. Η τσαπατσούλα! Θεώνη!!! Δεν της κόβει να βγει στην αυλή. Πρέπει να τη σταματήσω. Αφήστε με. Θα βρωμίσει όλο το σπίτι και περιμένω κόσμο. Αφήστε με σας λέω. Θεώνη!!! Πού είσαι; Ορίστε κατάστασις! Άφησε την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή και τα κρέατα πάνω στο τραπέζι. Θεώνη!!! Δεν είναι. Έφυγε. Το έσκασε το παλιοθήλυκο με τον παραγιό του χασάπη. Το `ξερα. Αυτόν περίμενε στο παράθυρο. Αφήστε με! Μη με τραβάτε, χήρα γυναίκα! Αφήστε με! Αμάν! Μπήκε γάτα. Να την! Μα δεν τη βλέπετε; Διώξτε την! Θα πάει στα κρέατα! Ξουτ! Ξουτ! Παλιοθήλυκο κι εσύ. Θα μου τα μαγαρίσει! Αχ Θεώνη τί μού έκανες! Παλιόγατο, άστο κάτω το κεφάλι. Αφήστε με! Μη με κρατάτε. Τι είναι αυτό; Ένεση; Δεν θέλω ένεση. Δε θέλω να ηρεμήσω. Να κοιμηθώ; Γιατί να κοιμηθώ; Περιμένω κόσμο για το ρεβεγιόν. Έχω ετοιμασίες. Καταλαβαίνετε; Μη! Με πονάτε. Θα ενημερώσω τον κουνιάδο μου για τη συμπεριφορά σας. Είναι βουλευτής ξέρετε. Του κυβερνώντος κόμματος. Όχι κύριε, όχι. Μη μου κάνετε ένεση... Αααχ! Δεν πρέπει να κοιμηθώ γιατρέ. Έφυγε η Θεώνη, και... πρέπει να τα ετοιμάσω όλα μόνη μου... Με τον παραγιό του χασάπη... Έχω να μαγειρέ...



«Όχι, όχι δεν είναι που δεν θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου» σκέφτηκε καθώς έσπαγε τα τέσσερα αυγά, χωρίζοντας τους κρόκους απ’ τ’ ασπράδια. «Θέλω.Θέλω πολύ. Σαν τρελός.» Έβαλε τους κρόκους σ’ ένα μπολ κι έριξε τ’ ασπράδια στο μίξερ. Το άνοιξε σε μεγάλη ταχύτητα να χτυπηθούν μαρέγκα. «Είναι που δεν πρέπει. Εγώ είμαι ένας γεροσαλιάρης κι εσύ μια γυναίκα που ανθίζει. Θα μπορούσε να ήσουν κόρη μου.» Άναψε τον φούρνο στους διακόσιους βαθμούς. Πήρε ένα μέτριο ταψί, έριξε μέσα ένα ολόκληρο πακέτο βιταμ, μια κούπα ζάχαρη άχνη και μια κουταλιά της σούπας σορωτή φρεσκοτριμμένη κανέλλα. Το έβαλε στο φούρνο. «Δεν είναι ούτε αυτό όμως. Δεν έχω τέτοια κολλήματα.» Έπιασε ν’ ασχολείται με τα μήλα. Πρώτα να βγάλει τα κουκούτσια με το ειδικό εργαλείο. Κοίταξε με κλειστό το ένα μάτι μέσα από τη σήραγγα που έκανε στο φρούτο, χαμογελώντας στην ιδέα ότι, κατά τον Πουανκαρέ, του πρόσθεσε μία ακόμη διάσταση. Έβγαλε τα κουκούτσια απ’ όλα τα μήλα κι έπιασε να τα ξεφλουδίζει. «Είναι που όλον αυτόν τον καιρό σε παρατηρώ και σε πλάθω στο μυαλό μου.» Έριξε τους κρόκους στην μαρέγκα και άφησε το μίξερ να τ’ ανακατέψει καλά. Έβγαλε το ταψί απ’ το φούρνο. Ανακάτεψε καλά το μείγμα βιτάμ, άχνης, κανέλλας να γίνει ομοιγενές. Έκοψε τα μήλα σε ισοπαχείς ροδέλες και τις έστρωσε μες στο ταψί με το καστανό σιρόπι. Μέσα σε κάθε τρύπα, που πριν φιλοξενούσε τα κουκούτσια, έβαλε από ένα κομμάτι καρυδόψυχα. Έβαλε πάλι το ταψί στο φούρνο. «Δεν ξέρω καν πώς είσαι γυμνή. Αν καυλώνεις μ’ ένα βλέμμα,μ’ ένα άγγιγμα ή χρειάζεσαι περισσότερα.» Έριξε μες τη μαρέγκα μία κούπα ζάχαρη άχνη, μια βανίλλια κι ένα ρακοπότηρο Grand Marnier κίτρινο. Τ’ άφησε ν’ ανακατευτούν καλά. «Αν ανατριχιάσεις από ηδονή όταν αγγίξω τον λαιμό ή τη μέση σου.» Έριξε στο μίξερ μια κούπα αλέυρι που φουσκώνει μόνο του. Πέντε λεπτά. Όχι μόνο ν’ ανακατευτεί καλά αλλά να «πάρει αέρα» το μείγμα. Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο με τα μήλα που είχαν πια μελώσει. «Αν νιώσεις να λιώνεις όταν γλείψω το αυτάκι σου.» Άδειασε το περιεχόμενο του μίξερ πάνω στα μήλα προσέχοντας να καλυφθούν ισοπαχώς. Έβαλε το ταψί στο φούρνο. Είκοσι λεπτά. «Εγώ όμως μέσα στο κεφάλι μου έχω αποφασίσει για όλ’ αυτά. Ξέρω ότι μόλις σε κοιτάξω βαθιά στα μάτια, θ’ αγκιστρώσω το βλέμμα σου. Μόλις σε πιάσω από τη μέση θα νιώσεις μια αντριχίλα να σε διαπερνά. Μόλις αγγίξω με τα χείλη μου το λαιμό σου θα κρεμαστείς επάνω μου, σα να φοβάσαι ότι θα σωριαστείς. Όταν θ’ αρχίσω να σε γδύνω αργά αργά, καθυστερώντας να γευτώ το κάθε καινούργιο κομμάτι του κορμιού σου που αποκαλύπτεται, δεν θα πατάμε πια στη γη αλλά λαχανιασμένοι θ’ ανεβαίνουμε την κλίμακα της ηδονής. Και όταν θά ‘ρθει η στιγμή της μέθεξης, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη λέξη να περιγράψει την έκρηξη, τον απειρισμό του οργασμού. Γι’ αυτό σου λέω.»
Είκοσι λεπτά. Άνοιξε τον φούρνο, πήρε ένα μαχαίρι και το βύθισε στο ψηλότερο σημείο του παντεσπανιού. Το έβγαλε. Πεντακάθαρο. Έτοιμο λοιπόν. Πήρε μια πιατέλα, ελαφρώς μεγαλύτερη απ’ το ταψί, το καπάκωσε μ’ αυτήν και τα γύρισε μαζί ανάποδα. Η μηλόπιτα στάθηκε περήφανα με το σιρόπι της ν’ αργοτρέχει στα πλαϊνά της. Κοίταξε ικανοποιημένος τα μελωμένα μήλα , τα καρύδια που στραφτάλιζαν καραμελωμένα. Για τι παντεσπάνι ήταν σίγουρος. Ήξερε ότι αν φαντασιωνόταν ερωτικά όταν έφτιαχνε μηλόπιτα, η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη.



Χριστουγεννιάτικο κουίζ: Βρείτε ποιος έγραψε ποιο κείμενο και κερδίστε πλούσια δώρα! Καλά Χριστούγεννα!
.



Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Zut et merde enfin!



Έρως ανίκατε μάχαν,
Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις,
ός εν μαλακαίς παρειαίς
νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτάς δ' υπερπόντιος
εν τ' αγρονόμοις αυλαίς·
καί σ' ούτ' αθανάτων φύξιμος ουδείς
ούθ' αμερίων σέ γ' ανθρώπων.
Ο δ' έχων μέμηνεν.
Σύ καί δικαίων αδίκους
φρένας παρασπάς επί λώβα,
σύ καί τόδε νείκος ανδρών
ξύναιμον έχεις ταράξας·
νικά δ' εναργής βλεφάρων
ίμερος ευλέκτρου νύμφας,
τών μεγάλων πάρεδρος
εν αρχαίς θεσμών.
'Αμαχος γάρ εμπαίζει Θεός, Αφροδίτα.


Όχι δεν είμαι ερωτευμένος.Μάλλον πικραμένος θα έλεγα.Αλλά κουράστηκα.Κουράστηκα απ΄την μέρα με την ημέρα επιβίωση.Απ΄την συγκατοίκηση με την αβεβαιότητα.Απ' τις αυτοματοποιημένες δηλώσεις δημοσίων ανδρών-ανεξαρτήτως φύλου.Απ' τους αφηρημένους διαλόγους με το μυαλό αλλού.Απ' τα παγωμένα βλέμματα.Απ' τους κυρτούς ώμους.Απ' τις διτυπίες του βίου μας.Αν ήμουν τριάντα χρόνια νεότερος θα μίλαγα για κοινωνικό λικβινταρισμό.Και θα κορδωνόμουν για την αντιαισθητική αλλά παράξενη λέξη.Τώρα οι ρυτίδες μού συμβουλεύουν πορεία προς αρχέτυπες αξίες.Αυτές που δεν μπορούν να διαχειριστουν.Οι άλλοι.Οι κακοί.

Έρως λοιπόν.Πλήρης και αυτούσιος.Όχι μόνον μεταξύ ανθρώπων-σε πείσμα του Σοφοκλή.Έρως για τη ζωή.Την γυμνή ζωή.Χωρίς επίκτητες ανάγκες,εξαρτήματα και φτιασίδια.Ας κάψουμε τους τίτλους σπουδών μας,εκπαιδευτικούς και βιωματικούς.Ας ξαναρχίσουμε απ' το Α.Για να μας φοβηθούν.

Έρως ζωής,όχι επιβίωσης.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Συνομιλίες



Εχθές είχαμε μια πολύ ουσιώδη προσωπική συζήτηση με την σύντροφό μου.

-Μ' αγαπάς;
-Χαίρομαι πάρα πολύ που θέτεις αυτήν την ερώτηση,πράγμα που δείχνει ότι αίρεσαι στο ύψος των περιστάσεων,τούτες τις δύσκολες ώρες,που είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και ότι χρειάζονται προσπάθειες από όλους για να επανέλθουμε,με τους αγώνες και τις θυσίες μας σε ομαλή κατάσταση,ωστε να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στη γύρα.

-Με θέλεις;
-Χαίρομαι πάρα πολύ που θέτεις αυτήν την ερώτηση,πράγμα που δείχνει ότι αίρεσαι στο ύψος των περιστάσεων,τούτες τις δύσκολες ώρες,που είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και ότι χρειάζονται προσπάθειες από όλους για να επανέλθουμε,με τους αγώνες και τις θυσίες μας σε ομαλή κατάσταση,ωστε να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στη γύρα.

-Δεν θέλω να με πληγώσεις ποτέ.Θα με πληγώσεις;
-Χαίρομαι πάρα πολύ που θέτεις αυτήν την ερώτηση,πράγμα που δείχνει ότι αίρεσαι στο ύψος των περιστάσεων,τούτες τις δύσκολες ώρες,που είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και ότι χρειάζονται προσπάθειες από όλους για να επανέλθουμε,με τους αγώνες και τις θυσίες μας σε ομαλή κατάσταση,ωστε να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στη γύρα.

-Θα με ποροσέχεις;
-Χαίρομαι πάρα πολύ που θέτεις αυτήν την ερώτηση,πράγμα που δείχνει ότι αίρεσαι στο ύψος των περιστάσεων,τούτες τις δύσκολες ώρες,που είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και ότι χρειάζονται προσπάθειες από όλους για να επανέλθουμε,με τους αγώνες και τις θυσίες μας σε ομαλή κατάσταση,ωστε να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στη γύρα.

Μετά το πέρας των συνομιλιών επαναβεβαιώσαμε την πρόθεσή μας να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε απαρεγκλίτως ο καθείς την δική του τηλεοπτική ζώνη,με συναίνεση,αλληλοστηριζόμενοι ως εταίροι.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Παλιό αλλά επίκαιρο

Για να περνάει η ώρα μέχρι την έλευση του Μεσσία:



                                Η Κρίση των Γαϊδάρων


Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.


Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη.


Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.

Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι . 500 ευρώ!! Και αποχώρησε.

Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα.

Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.

Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.

Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.

Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο.

Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως . ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου.

Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση.

Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!...

Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.

Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να . ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.

Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν . με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.

Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους? Τι θα κάνεις εσύ?



(Μετάφραση από το ιταλικό κείμενο το οποίο ήταν μετάφραση του γαλλικού και πάει λέγοντας. Φυσικά τα κείμενα αυτά είναι μεταφρασμένα σε όλες τις γλώσσες γιατί ως γνωστό στην ιστορία αυτή εμπλέκονται επιχειρηματίες, τραπεζίτες, δημοτικές αρχές και φουκαράδες χωρικοί όλου του κόσμου καθώς όλος ο πλανήτης υπόκειται στους «κανόνες της αγοράς» . των γαιδάρων.)

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Όταν η αφελής αγνότητα γίνεται ντουφέκι

Ευάάάγγελε,ακούς;!(Πού χάθηκες βρε παιδί μου;Πάλι με τον Μπαξεβάνη μαλώνεις;)

[Μιλάει ο Μανόλης Ηλιάκης,αγνώστων λοιπών στοιχείων]:





Εγώ,τώρα,τι να σχολιάσω;Ίσως αυτό.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Va' pensiero




Διάβασα πρόσφατα στον Νίκο Ξυδάκη για την πολιτική και πολιτιστική εξαχρείωσή μας.Διάβασα τον Talos που επιχειρεί μια ανατομή της ιστορικοκοινωνικής αιτίας αυτής της εξαχρείωσης.Μια πικρή γεύση αδιεξόδου αφήνουν και τα δυο κείμενα.

Αυτήν την πικρή γεύση ήρθε να μετριάσει ένα μέιλ που μου έστειλαν σήμερα.Προς στιγμήν.Γιατί,βλέπετε,το ότι τα οικονομικά προβλήματα και η φτώχεια δεν αποτελούν ελληνική αποκλειστικότητα είναι κοινό μυστικό. Αλλά επίσης κοινό μυστικό είναι και το ότι το ελληνικό πρόβλημα,εκτός από οικονομικό και πολιτικό,είναι βαθειά κοινωνικό και κυρίως πολιτιστικό.

Αυτό το μέιλ,λοιπόν,περιγράφει ένα γεγονός στην Ιταλία,στα μέσα Μαρτίου.Δεν γνωρίζω ιταλικά και δεν μπορώ να διασταυρώσω την αλήθεια των λόγων.Αν όμως είναι αληθές,καταδεικνύει το μέγεθος του ανδρός και ότι για τους ιταλούς ίσως και να υπάρχουν ακόμα πολιτιστικά στοιχεία αναφοράς.Έσπασα το κεφάλι μου για να φανταστώ έναν ανάλογο δικό μας αλλά μάταια.Στο μυαλό μου έρχονται ο Θεοδωράκης και το καταπτύστως ξενέρωτο κείμενο των ακαδημαϊκών και διανοουμένων.
Εν πάση περιπτώσει απολαύστε το αυτούσιο:

NABUCCO στη Ρώμη - Καμμία σχέση με το NABUCCO στο Ηρώδειο...
Στις 12 Μαρτίου, ο Silvio Berlusconi κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdi υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero” τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 –όταν και γράφτηκε η όπερα- ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.
Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.
Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, θα προκαλέσει ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία.
Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης.
«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού.Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε « Oh ma patrie, si belle et perdue ! ». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη)
Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis”. Το κοινό άρχισε να φωνάζει « Vive lItalie ! » και « Vive Verdi !». Άνθρωποι από τα θεωρεία άρχισαν να πετούν χαρτιά συμπληρωμένα με πατριωτικά μηνύματα –κάποια έγραφαν «Muti, sénateur à vie ».
Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά έναencore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».
Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:
[Αφού οι εκκλήσεις του κοινού για ένα bis έχουν σταματήσει, από το κοινό ακούγεται «Ζήτω η Ιταλία»]
«Ναι συμφωνώ με αυτό «Ζήτω η Ιταλία» αλλά (χειροκροτήματα) δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη».
[Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή]
Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».
Έτσι προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί με τη χορωδία των σκλάβων. «Είδα ομάδες ανθρώπων να σηκώνονται.Όλη η Όπερα της Ρώμης σηκώθηκε. Η χορωδία επίσης σηκώθηκε. Ήταν μια μαγική στιγμή μέσα στην όπερα. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν μόνο μια συναυλία του Nabucco, αλλά επίσης ήταν μια δήλωση (statement) του θεάτρου της πρωτεύουσας υπ’ όψη των πολιτικών.

Και το σχετικό βίντεο:

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Κοινωνική αλληλεγγύη



[Ακολουθεί πραγματικός διάλογος]


-Ρε συ φίλε,οι τύποι δεν υπάρχουν!
-Τι εννοείς;
-Τα καταφέρανε κι έχει κάτσει η αγορά τελείως!Δεν κουνιέται φύλλο!
-Για νέο μου το λες;
-Όχι,αλλά μας έπιασε κι εμάς.Σκέψου ότι πέρσι τον Σεπτέμβρη είχα βάλει δεκαπέντε χιλιάρικα στην τράπεζα και φέτος μόνο δέκα!
-Ε εντάξει,οικονομική ύφεση έχουμε.Δεν βλέπεις τι γίνεται;
-Ναι ρε φίλε αλλά,όπως πάν' τα πράγματα,τό κόβω μέχρι τα Χριστούγεννα να μην έχω βάλει πάνω από πέντε χιλιάρικα στην άκρη.
-Πάλι καλά να λες.Οι περισσότεροι,μέχρι τα Χριστούγεννα,δεν ξέρουν αν θα έχουνε να φάνε.
-Το σκέφτηκα καλά.Θ' αρχίσω τις περικοπές.
-Α γεια σου!Να συμμαζευτείτε λιγάκι.Κόψτε τα ό,τι νά 'ναι στο σουπερμάρκετ,κόψτε το σόπιγκ θέραπι,πες και της γυναίκας να περιορίσει τα κομμωτήρια,τα καλλυντικά και τα γυμναστήρια,πες και στον πιτσιρικά ότι τα λεφτά δεν είναι μαρουλόφυλλα κι ότι δεν του χρειάζεται το τελευταίο i-phone,νάτες οι περικοπές-και μάλιστα γερές.
-Πας καλά;!Τι να βγάλεις απ' αυτά;Όχι,όχι,το σκέφτηκα καλά.Έχω εκείνην την υπάλληλο που,τώρα που δεν έχουμε δουλειά,κάάάθεται τη μισή μέρα.Θα της πω:" Άντε μάνα μου να φυλάς και το παιδάκι σου-πού 'χει ξεχάσει πώς είν' η μάνα του-και νά 'ρχεσαι τις μισές ώρες." Νάτα μάνι μάνι τα τριάμισυ κατοσταρικάκια!

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ειδήσεις

Ξεκίνησε από εδώ:




Και κατέληξε εδώ:






Τελικά το πλέον δυσεπίλυτο μαθηματικό πρόβλημα είναι η μέτρηση του όγκου του cocoon μας.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Φυσικά


Και πάνω στην αναμπουμπούλα μπήκε επιτέλους το φθινόπωρο.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Αγαπητή φίλη...


(Πίνακας του Απόστολου Γεωργίου)


Προσπαθώντας να σχολιάσω το τελευταίο ποστ τη ς φίλης Elva,μου προέκυψε πανωσέντονο και αποφάσισα να το προαγάγω σε ποστ.Ελπίζω να μου συγχωρήσει η φίλη συνμπλόγκερ την απρέπεια του σχολιασμού δι αναρτήσεως αλλά ένιωσα την ανάγκη.


Όχι,δεν ελπίζουμε τίποτα.Σερνόμαστε μηχανικά απ' το σπίτι στη δουλειά-όσοι έχουν-κι από 'κεί στο σπίτι.Όχι για να ζήσουμε,για να δημιουργήσουμε αλλά από συνήθεια.Ακόμα και το άγχος πληρωμής των λογαριασμών μας μειώνεται,όχι γιατί έχουμε να πληρώσουμε αλλά γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι αυτό.Πριν λίγο καιρό ανασκουμπωνόμασταν για να βοηθήσουμε τους κοντινούς που τους χτύπησε η θύελλα.Τώρα τους κοιτάμε με βλέμμα απλανές,βλέμμα λοβοτομημένου.Έχετε δει γάτα στριμωγμένη στην γωνία από άνθρωπο;Μόλις πιστέψει ότι δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής κουλουριάζεται,παραδομένη,περιμένοντας καρτερικά το μοιραίο χτύπημα.Αυτό είμαστε.Γάτες παραδομένες.Η θεωρία του σοκ σε όλο της το μεγαλείο.Το χιούμορ στέρεψε.Η ειρωνεία φαντάζει εκπρόθεσμη.Μόνο η λέξη "όνειρο" μπορεί να προκαλέσει πικρό καγχασμό.
Λέτε να ξεσηκωθούμε να διώξουμε τους νεοφιλελεύθερους του ΠΑΣΟΚ.Να ξεσηκωθούμε.Να τους διώξουμε.Να διώξουμε και τους άλλους της ΝΔ και του ΛΑΟΣ.Άντε και τους διώξαμε.Μετά;Η κουβέντα θυμίζει σκύλο που κυνηγάει αυτοκίνητο.Άντε και τό 'πιασε.Μετά τι θα το κάνει;
Δεν φταίνε μόνον το ΠΑΣΟΚ,η ΝΔ,το ΛΑΟΣ.Και οι άλλοι αποτυχημένοι είναι.Στο δικό τους πεδίο.Ποιο όραμα,ποια διέξοδο πρόσφεραν για συσπείρωση του κόσμου;Και τα δυο μεγάλα κόμματα της αριστεράς φρόντισαν να καταστήσουν βιώσιμες τις επιχειρήσεις τους,απολύοντας και κατόπιν λοιδορώντας τους εργαζομένους.Αρχή άνδρα δείκνυται.Λυπάμαι.Τα οράματα που επαγγέλονταν φαντάζουν σκέλεθρα,εγωιστικές αυταπάτες.Δεν έχουμε πια χρόνο γι αυτά.Ζούμε την πραγματικότητα.
Όλοι αυτοί δεν μας αφορούν.Ακόμα κι αυτοί που τους υποστηρίζουν από κεκτημένη ταχύτητα και συνήθεια το κάνουν.Πού και πού ξεφεύγει ένα αθέλητο γαμοσταυρίδι ανάμεσα στα δόντια.Και συνεχίζουν με την επιμονή του ζόμπι τον δρόμο προς το τίποτα.
Τα χτυπήματα δεν έρχονται απ' αυτό το θέατρο σκιών.Έξωθεν έρχονται.Άλλοι προσπαθούν να σώσουν τα πήλινα πόδια τους κι άλλοι τις αυτοκρατορίες τους.Και,ως γνωστόν,όταν παλεύουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια.Να άλλη μια ζωντανή μεταφορά:δεν είμαστε μόνον παραδομένες γάτες αλλά και βατράχια προς πολτοποίηση.Κι είναι τέτοια η απελπισία που όλο και πιο συχνά γίνονται κουβέντες για φευγιό-έστω και θεωρητικές.
Μπορεί αλλού η ζωή να συνεχίζεται αλλά εδώ φαίνεται να έχει αποκτήσει ημερομηνία λήξης.
Γι αυτό σας λέω...

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Α-λεξία



Δίκιο δεν έχει;

Ας περιμένουμε λοιπόν.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Μεταρρυθμίσεις



Φιρουλί φιρουλά,
Τραλαρί λαρί λαρά,
Τι  ωραία τι καλά,
Σκίζ' η βάρκα τα νερά
(Πλιτς πλιτς πλατς.)

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Σωτηρίες

Le désespoir est assis sur un banc
Dans un square sur un banc
Il y a un homme qui vous appelle quand on passe
Il a des binocles un vieux costumes gris
Il fume un petit ninas il est assis
Et il vous appelle quand on passe
Ou simplement il vous fait signe
Il ne faut pas le regarder
Il ne faut pas l'écouter
Il faut passer
Faire comme si on ne le voyais pas
Comme si on ne l'entendais pas
Il faut passer presser le pas
Si vous le regardez
Si vous l'écoutez
Il vous fait signe et rien ni personne
Ne peut vous empêcher d'aller vous asseoir près de lui
Alors il vous regarde et sourit
Et vous souffrez attrocement
Et l'homme continue de sourire
Et vous souriez du même sourire
Exactement
Plus vous souriez plus vous souffrez
Atrocement
Plus vous souffrez plus vous souriez
Irrémédiablement
Et vous restez là
Assis figé
Souriant sur le banc
Des enfants jouent tout près de vous
Des passants passent
Tranquillement
Des oiseaux s'envolent
Quittant un arbre
Pour un autre
Et vous restez là
Sur le banc
Et vous savez vous savez
Que jamais plus vous ne jouerez
Comme ces enfants
Vous savez que jamais plus vous ne passerez
Tranquillement
Comme ces passants
Que jamais plus vous ne vous envolerez
Quittant un arbre pour un autre
Comme ces oiseaux.


Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Φυλλορρόημα



Το σάββατο,για επαγγελματικούς λόγους,βρέθηκα στην Αθήνα.Μετά από δέκα ώρες συζητήσεων και πρακτικών επί -για πολλούς- ανατριχιαστικών πραγμάτων,όπως ήταν φυσικό,δεν άντεξα στον πειρασμό να κάνω μια βόλτα απ' την "πλατεία".Ήξερα ήδη ότι εκείνη την ημέρα θα πραγματοποιούνταν η "συνέλευση των συνελεύσεων"-πώς λέμε "η μητέρα των μαχών";- με συμμετοχή απ' όλες τις πλατείες της χώρας.Πήρα,λοιπόν,το μετρό διότι,ως γνήσιος επαρχιώτης,είχα και μιαν ανησυχία μην δεν βρω να παρκάρω.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του σταθμού η απογοήτευση διαδέχθηκε την προσδοκία.Θυμήθηκα τα νιάτα μου.
Κλειστές,αυτοαναφερόμενες συνελεύσεις,ευαρίθμων,χειροκροτούντων,συμμετεχόντων.Επαναστατικές κορώνες για άρνηση πληρωμών των καθημερινών λογαριασμών,καταλήψεις δημοσίων χώρων,θεσμοθέτηση εναλλακτικού νομίσματος,ανταλλακτική οικονομία,αποανάπτυξη,παρεμπόδιση εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου στην πράξη,τράπεζα χρόνου,λαχανόκηπους στις πλατείες και βέβαια όλ' αυτά με την επωδό της άμεσης δημοκρατίας.Πράγματα για τα οποία κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα είχε αντίρρηση αλλά...Αλλά σε ποιον απευθύνονται αυτές οι λαμπρές ιδέες;Πάντως όχι στα πλήθη που,ντυμένοι με τα καλά τους,γέμιζαν την άλλη πλατεία,στο Γκάζι,όπου κατέληξα δια τα περαιτέρω τσίπουρα.
Οφείλω να ομολογήσω,κυνηγημένος από τις Ερινύες,ότι όλ' αυτά που γράφω δεν είναι παρά η δίωρη εντύπωση που αποκόμισα.Αλλ' αυτές οι πρώτες εντυπώσεις έχουν το ελάττωμα να αυτονομούνται και να αγνοούν οποιαδήποτε απειλή για συμμόρφωση.
Δεν θα αποπειραθώ κανενός είδους απολογισμό.Εξάλλου αυτός θά 'ρθει στην ώρα του και από εμπειρότερους μάλλον.Θεωρώ όμως ότι πρέπει να ξαναξυπνήσουμε και να κοιτάξουμε την πραγματικότητα στα μάτια.Πριν αναγκαστούμε,ως άλλοι ανυπότακτοι Γαλάτες,να κάνουμε τις δάφνες μας-τις δικές μας,όχι της εξουσίας- στιφάδο.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Ορισμοί



Όχι.Δεν είναι φασισμός.Ο φασισμός στο κάτω κάτω προϋποθέτει μαζικότητα.Και ο αριθμός 155 -ή 300,ανάλογα τα γούστα- δεν συνάδει με τον όρο μαζικότητα.
Δεν είναι αυταρχισμός.Γιατί δεν είμαστε παιδιά,να μας χειραγωγεί ένας padre padrone.

Φτου ξελεφτερία!Σας είδα!Πίσω απ' το δάκτυλό σας είστε!
Ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι είναι απλώς αντιπροσωπευτική δημοκρατία-με τις υγείες μας.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Αχ πατρίδα μου γλυκειά


Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Σπάρταθλο



Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Διάλειμμα

[Η ΦΩΤΟ από εδώ]


Θλίψη.Μοναξιά
Πρωί στη δουλειά.Όπως κάθε πρωί.Ε ναι,δεν παραπονιέμαι,έχω ακόμα δουλειά.Όχι όπως πριν αλλά έχω.Ο πατέρας μου μου είχε πει:"Παιδί μου αν κάνεις καλά τη δουλειά σου θα πας μπροστά".Και προσπάθησα.Και την έκανα καλά.Και πήγα μπροστά.Τώρα γιατί ξαφνικά πηγαίνω πίσω,δεν ξέρω.Μετά από εικοσιπέντε χρόνια.Αυτό ο πατέρας μου δεν μου το είχε πει.Το ήξερε,το είχε ζήσει αλλά δεν μου τό 'πε.Πατεράδες.

Θλίψη.Μοναξιά.
Το μεσημέρι σπίτι.Όπως κάθε μεσημέρι.Εικοσιδύο χρόνια με τη γυναίκα μου,πάντα βρίσκαμε ασήμαντες αφορμές να μαλώσουμε ή ν' αγαπηθούμε.Όχι πια.Τώρα είμαστε λακωνικοί,άνευροι."Τι έγινε;""Τα ίδια." "Έχει φαΐ στην κουζίνα." "Καλά.Εσύ;" "Τα ίδια." Η μάνα μου μου το έίχε πει:"Παιδί μου,αν θέλεις νά ΄στε ευτυχισμένοι με τη γυναίκα σου,να μαλώνετε και ν' αγαπιέστε σε ίσες δόσεις".Το ότι η ίδια η ζωή μπορούσε αυτό ξαφνικά να το λεηλατήσει,δεν μου τό 'πε.Δεν ξέρω αν το ήξερε.Πάντως δεν μου τό 'πε.Μανάδες.

Θλίψη.Μοναξιά
Το απόγευμα πίσω στη δουλειά.Που την κάνω καλά.Αλλά ανόρεχτα.Με το χαμόγελο παγωμένο.Δεν ξεπερνά το κάτω τριτημόριο του προσώπου.Στο πανεπιστήμιο ένας καθηγητής μου μου είχε πει:"Παιδί μου αν θέλεις να είσαι καλός στη δουλειά σου πρέπει να χαμογελάς,να κάνεις τους ανθρώπους να νιώθουν ζεστασιά κι εμπιστοσύνη".Το ότι θα φτάσει μια στιγμή,που οι άνθρωποι θα έρχονται σαν ζόμπι,με βλέμματα ατενή,με το κεφάλι φορτωμένο βάσανα,με τον πόνο να είναι το μικρότερο πρόβλημά τους,δεν μου το είχε πει.Μπορεί να το φανταζόταν.Δεν μου το είπε.Καθηγητάδες.

Θλίψη.Μοναξιά.
Το βράδυ στην πλατεία.Πιτσιρικάδες δρουν,συζητούν,μαλώνουν,βάζουν μουσικές,ψηφίζουν,διαμαρτύρονται,απαιτούν.Αιώνιοι έφηβοι -ετών -ήντα- αδημονούν,με μάτι να γυαλίζει,να ξεκινήσουν την χαμένη τους επανάσταση.Οι υπόλοιποι περιφερόμαστε ανέκφραστοι,διψασμένοι να ρουφήξουμε μια σταγόνα ελπίδας,αισιοδοξίας.Όμως δεν είναι εύκολο.Σαν κάτι να γνωρίζουμε,κάτι που μας εμποδίζει.Όμως είμαστε εκεί.Και θα είμαστε.Πού αλλού να πάμε;Δεν θα πω τι μου έλεγε ο καθοδηγητής μου.Μόνο αυτό:Καθοδηγητάδες.
Θλίψη.Μοναξιά.Ακόμα και μες στο πλήθος.

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Χατίρια


Επειδή δεν χαλάμε χατίρια:

Ήμουν μάρτυρας συζήτησης,στην πλατεία,μεταξύ ομάδας νεαρών και ωριμοτέρων.Οι ωριμότεροι επέμεναν να φέρουν αύριο ελληνικές σημαίες.
-[πιτσιρίκα]Αντί για σημαία γιατί δεν φέρνετε ένα ωραίο λουλούδι;
-[κυρία τεσσαρακοντούτις]Γιατί δηλαδή;Έχεις πρόβλημα να φέρω τη σημαία μου;
-[πιτσιρίκος]Να,ξέρετε,είπαμε πως εδώ θα μπορούσε να έρθει κι ένας αλβανός ή ένας ρουμάνος.Γιατί να τον υποχρεώσουμε να κάθεται κάτω απ' τη δική μας σημαία;
-[κύριος εξηκοντούτης]Ο αλβανός βρίσκεται εδώ στην ελλάδα!Άμα τ' αρέσει ας κάτσει,άμα δεν τ' αρέσει να φύγει!
-[νεαρός τριακοντούτης]Ξέρετε το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό.Είναι ευρωπαϊκό,να μην πω παγκόσμιο.Γιατί να επιμένουμε να το στενέψουμε μες στην ελλάδα;
-[κυρία τεσσαρακοντούτις]Εγώ θα φέρω τη σημαία μου!
-[πιτσιρίκα].Αν θέλετε να την φέρετε,φέρτε την.Εκείνο που μας ενώνει εδώ είναι η αγανάκτηση.Δεν θα μαλώσουμε για την σημαία.Μια γνώμη είπαμε.
-[κυρία τεσσαρακοντούτις]Δηλαδή δεν έχετε πρόβλημα;Να την φέρω;
-[πιτσιρίκα]Εκείνο που έχει σημασία είναι να είστε εδώ εσείς και οι φίλοι σας.Τωρά,αν θέλετε και τη σημαία,φέρτε την.
-[κύριος πεντηκοντούτης]Τότε γιατί μαλώνουμε τόση ώρα;
-[κύριος εξηκοντούτης]Γιατί είμαστε έλληνες.Έτσι έχουμε μάθει.Πρέπει να διαφωνήσουμε για να συμφωνήσουμε.

(Η φωτό από την καλαματιανή συγκέντρωση.)

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Διαρθρωτικές αλλαγές

Έχει δίκιο ο Όλι Ρεν.Είμαστε μια κουρασμένη ήπειρος.
Και η κουρασμένη μας κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Εμείς οι προοδευτικοί οδοντίατροι,που εμφορούμαστε από τα ιδεώδη της σύγχρονης σοσιαλιστικής διεθνούς,απαιτούμε:Ν' ανοίξει το οδοντιατρικό επάγγελμα τώρα.Μόνον έτσι θ΄αποκτήσει ο λαός την περίθαλψη που του αξίζει.Οδοντιατρική απ' τον λαό για τον λαό:

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Η ροή του χρόνου


Τελικά είναι θέμα κλίματος.
Αν είσαι άγγλος υπουργός σπιτώνεις τον εραστή σου.
Αν είσαι πιο νότιος,γάλλος πολιτικός φερ' ειπείν,διαθέτεις σκοτεινό φετιχισμό και πηδάς εν κρυπτώ και παραβύστω στα όρια του βιασμού-ή και επέκεινα.
Αν πας ακόμα πιο νότια και είσαι ιταλός ας πούμε,κυκλοφορείς με την μαλαπέρδα έξω σαν σημαία και πηδάς στα φανερά δεξιά κι αριστερά και γίνεσαι πρωθυπουργός.
Αν είσαι απ' τα όρια του ευρωπαϊκού νότου,έλληνας λόγου χάριν,πηδάς και πηδιέσαι γενικώς και αορίστως,έτσι χωρίς πρόγραμμα και δεν βρίσκεται ούτε ένας να φωνάξει "Οργανωθείτε ρεεε!".
 Αν τέλος διαβείς τον Ατλαντικό,μπορείς να πηδάς ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές -και ηπείρους ακόμα- αλλά δεν ανέχεσαι να σου πηδάνε την καμαριέρα.
Για τους γερμανούς δε λέω κουβέντα.Αυτοί δεν πηδάνε.Απλώς τεκνοποιούν.
Τελικά είναι όντως θέμα κλίματος.


Δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό να φανταστώ αν αυτές οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες ανακατεύονταν.Αν,για παράδειγμα, στέλναμε κάποιους,από τα όρια του νότου,πέρα απ' τον Ατλαντικό να συλλάβουν έναν του εγγύς βορρά.Κάτι τέτοια σκεφτόταν ο Μπλέικ Έντουαρντς κι έμεινε στην ιστορία.