Διακρίσεις του μπλογκ

1.Ποστ-αφιέρωμα από την Theorema.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Λεμονόκηπος


Με λένε Φλωράνς και είμαι η ιδιοκτήτρια ενός καφενείου στο κέντρο της Οστάνδης. Η Οστάνδη είναι από τις πιο γραφικές πόλεις του Βελγίου, γι’ αυτό και πολλοί Φλαμανδοί ζωγράφοι την επέλεξαν για θέμα στους πίνακές τους. Η απέραντη παραλία της πόλης μου απλώνεται λυπημένη και αμμώδης και, λίγο πιο μέσα, η Βόρεια Θάλασσα έχει πάντοτε εκείνο το μελαγχολικό γκριζογάλανο χρώμα που δανείζεται από τον ουρανό και τα βαριά σύννεφά του. Κάποιος πελάτης μου είχε πει μια μέρα πως η θάλασσα είναι ο καθρέφτης του ουρανού, γι’ αυτό και έχει πάντα το ίδιο χρώμα με κείνον. Μου φάνηκε παράξενο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Έκτοτε, κάθε φορά που κοιτάζω τη θάλασσα ξέρω πως είναι σα να κοιτάζω ταυτόχρονα τον ουράνιο καθρέφτη της και τότε νιώθω σα να γνωρίζω ένα πολύτιμο μυστικό.

Το καφενείο μου ονομάζεται «Λούβρο». Στο Παρίσι δεν έχω πάει ποτέ, ελπίζω όμως να κάνω αυτό το ονειρεμένο ταξίδι μόλις βγω στη σύνταξη. Από μικρή σχεδίαζα φανταστικά ταξίδια και περιπλανήσεις σε άγνωστους τόπους, συναντήσεις με μυστηριώδεις ξένους, περιπετειώδεις εξερευνήσεις σε τροπικά δάση και αχανείς πρωτεύουσες. Με τις σκέψεις και τα λόγια έχτιζα ανώγεια και κατώγεια, που λέει και μια ελληνική παροιμία. Κοντεύω τα εξήντα και από το Βέλγιο δεν έχω ξεμυτίσει ούτε μία φορά. Δεν παραιτούμαι όμως. Κάποια μέρα θα κάνω το γύρο του κόσμου ξεκινώντας από το Λούβρο, όπως ο Γκράχαμ Γκριν που έφτανε από τις Βρυξέλλες στη Βιέννη διασχίζοντας το Παρίσι.

Το μαγαζί ανοίγει κάθε μέρα στις επτά. Έρχομαι πρώτη, στήνω τις καρέκλες και ξεσκονίζω τα τραπέζια. Ανοίγω τα μεγάλα τζαμωτά παράθυρα να αεριστεί ο χώρος και να φύγει η τσιγαρίλα της νύχτας. Μου αρέσει η ησυχία του πρωινού, την απολαμβάνω. Μετά σφουγγαρίζω, μοιράζω τα τασάκια στα τραπέζια κι ανάβω τη μηχανή του καφέ να ζεσταίνεται. Κατά τις επτάμισι αρχίζουν να καταφθάνουν οι πρώτοι πελάτες. Οι κοπέλες μου με βοηθάνε, η Νέλλυ και η Λώρα, πιάνουν δουλειά στις οκτώ. Νωρίτερα δεν έχει κόσμο, δεν τις χρειάζομαι. Ο καιρός είναι συνήθως βροχερός, χειμώνα καλοκαίρι, και λίγο πριν πιάσουν δουλειά οι γείτονες περνάνε για μια καλημέρα κι ένα ζεστό καφέ. Καμιά φορά μπαίνει και κανένας περαστικός, σπάνια όμως. Πότε πότε σερβίρω και κάνα κρουασάν ή τίποτα κέικ, αν τύχει κι είμαι ξεκούραστη το βράδυ και προλάβω να καταπιαστώ με την κουζίνα. Έτοιμα δεν παίρνω ποτέ, δεν έχουν γεύση. Κυρίως όμως σερβίρω καφέδες και μπίρες.

Χτες το πρωί, με το που τελείωσα το μάζεμα του μαγαζιού κι είχα μόλις ανάψει την καφετιέρα ήρθε ο Ερρίκος. Είναι ο ένοικος του τρίτου ορόφου, συγγραφέας και φίλος. Κατεβαίνει καθημερινά με τα χαρτιά και τα μολύβια του και παραγγέλλει τον καφέ του στο γωνιακό τραπεζάκι, το πιο ήσυχο. Άπλωσε τα τεφτέρια και τα βιβλία του και, όπως πάντα, έστριψε τσιγάρο και στράφηκε προς το πάρκο. Η θέα έξω από τη τζαμαρία ήταν όμορφη. Η μέρα είχε φέξει για τα καλά και ο αέρας βούιζε σκορπίζοντας παντού ξερά φύλλα και κλαράκια από τα δέντρα. Σέρβιρα τον καφέ με τις τρεις ζάχαρες στον Ερρίκο και κάθισα δίπλα του στον ξύλινο πάγκο. Μείναμε για λίγη ώρα να χαζεύουμε το σκουπιδιάρικο που άδειαζε τους κάδους και μετά ανταλλάξαμε δυο τρεις λέξεις για το βιβλίο του. Ο Ερρίκος γράφει ένα μυθιστόρημα. Μέσα εκεί λέει για τη γυναίκα του που τον άφησε πριν δυο χρόνια κι έφυγε για τη Γερμανία μαζί με έναν εικοσάχρονο φοιτητή του από το πανεπιστήμιο. Μεγάλος καημός αυτή η γυναίκα, καταστροφή. Από τότε παράτησε τα μαθήματα και γράφει βιβλία. Για την ακρίβεια, ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο βιβλίο και, απ’ ό, τι φαίνεται, μέχρι το τέλος με δαύτο θα παλεύει.

Το μαγαζί γέμισε κατά τις εννιά, και τα κορίτσια δεν προλάβαιναν να σερβίρουν μπίρες και καφέδες. Οι περισσότεροι ζητάνε συνήθως μπίρα, παρόλο που είναι πρωί. Τα βαρέλια δεν ησύχαζαν, οι κάνουλες τρέχανε συνεχώς. Εγώ προτιμώ να εξυπηρετώ στον πάγκο, γιατί είναι λιγότερο κουραστικό και τώρα με τους κιρσούς τα πόδια μου δε βαστάνε. Η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο κι άλλος έβγαινε άλλος έμπαινε, σε δουλειά να βρισκόμαστε. Ο Ερρίκος είχε τελειώσει προ πολλού τον καφέ του κι έπινε ήδη το τρίτο κονιάκ της ημέρας. Όπως πάντα, ήξερα πως μέχρι το μεσημέρι θα κατέβαζε ολόκληρο το μπουκάλι. Όταν τον είδα να βάζει το χέρι του την τσέπη δεν φαντάστηκα. Νόμισα πως έψαχνε το σακουλάκι με τον καπνό και τα τσιγαρόχαρτα ή έστω το σημειωματάριό του, ένα βιβλιαράκι γεμάτο μουτζούρες που όλο το ξεφύλλιζε σκεπτικός. Δεν φαντάστηκα.

Κόντευε πια μεσημέρι. Η Λώρα είχε καταπιαστεί με την καφετιέρα και η Νέλλυ μοίραζε παγωμένα ποτήρια και μπουκάλια στους πελάτες. Εγώ σέρβιρα στον πάγκο και μάζευα τα ποτήρια και τα φλιτζάνια στο νεροχύτη. Ο Ερρίκος έπινε με νευρικότητα και φαινόταν κάπως ανήσυχος. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε και κάθε που μπαινόβγαινε κάποιος ένα παγωμένο κύμα όρμαγε σαν σίφουνας. Το μαγαζί ήταν σχεδόν γεμάτο και η καπνίλα άρχιζε να με τσούζει στα μάτια. Πέρασα ανάμεσα στους θαμώνες και άνοιξα την πόρτα να πάρουμε αναπνοή. Χαιρέτισα τον καραφλό Τούρκο στο απέναντι σουβλατζίδικο και στάθηκα στο κατώφλι να πω μια καλημέρα στη Νίκη τη μανάβισσα που πέρναγε με το σκύλο της για την αγορά. Οι πάγκοι της λαϊκής ήταν από νωρίς στημένοι στην πλατεία και οι πωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με δυνατή φωνή. Κοίταξα τα κατακόκκινα μήλα και τις φρέσκιες αγκινάρες, τα δροσερά σπανάκια και τα σέλινα στα καφάσια. Ένιωσα τυχερή για εκείνη τη μικρή στιγμή που ήμουν ζωντανή και κοίταζα όλα αυτά τα αγαθά της γης απλωμένα μπροστά μου. Παρόλο τον παλιόκαιρο η λαϊκή είχε κόσμο. Ξαναμπήκα στο μαγαζί κλείνοντας πίσω μου την πόρτα ξυλιασμένη.

Αγαπώ τη ζωή και πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες για το θείο δώρο που τους χαρίστηκε. Όποιος αξιώθηκε να γεννηθεί στη γη θα έπρεπε να γνωρίζει πόσο τυχερός είναι και να προσπαθεί να ζει τη ζωή του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με σέβας, αισιοδοξία, κόπο για κάτι καλύτερο. Η ζωή είναι ωραία και μακάρι να μπορούσε να διαρκέσει όσο περισσότερο γίνεται για όλους. Όταν ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από το γωνιακό τραπέζι το μαγαζί πάγωσε. Σαν να έγινε σεισμός όχι κάτω από τα πόδια μας μα μέσα στα αυτιά μας. Γυαλιά από τη τζαμαρία πετάχτηκαν ολόγυρα, κάποιοι πέσανε στο πάτωμα έντρομοι παρασέρνοντας ποτήρια, άλλοι έσκυψαν να καλυφθούν κάτω από το τραπέζι τους, τα κορίτσια έμπηξαν τις φωνές και όλοι μαζί στραφήκαμε έντρομοι προς το σημείο του πανικού. Ο Ερρίκος ήταν πεσμένος στον ξύλινο πάγκο. Τα μυαλά του ήταν χυμένα στο κάθισμα, ανάκατος εγκέφαλος με αίμα και μαλλιά. Κραυγές και πανικόβλητες λέξεις ακούγονταν από παντού, ένας παγωμένος τρόμος κυρίευσε το χώρο. Ο κόσμος ξεχυνόταν όπως όπως έξω από το μαγαζί. Έτρεξα προς το μέρος του και στάθηκα πανικόβλητη μπροστά του. Το θέαμα και η μυρωδιά από τον πυροβολισμό και το φρέσκο αίμα μου έφεραν αναγούλα. Βρέθηκα να ξερνάω δίπλα στο κομματιασμένο κεφάλι του φίλου μου κλαίγοντας με λυγμούς και τρέμοντας σαν ψάρι.

Στο τραπεζάκι του Ερρίκου βρέθηκε, εκτός από το μισοτελειωμένο του κονιάκ και το πακέτο με τον καπνό του, ένα βιβλίο γερμανικής ιστορίας που δίδασκε στο πανεπιστήμιο, ένα μολύβι Faber Kastel, μερικές άγραφες σελίδες από μπλοκ με γραμμές και το τεφτέρι του, χωμένο κάτω από μια ντάνα μουτζουρωμένες σελίδες γεμάτες σημειώσεις και αφηρημένα σχέδια. Λίγο πιο πέρα έχασκε άδειο ένα πακετάκι από τσιγαρόχαρτα Drum. Οι έρευνες της αστυνομίας έδειξαν πως, φυσικά, επρόκειτο για αυτοκτονία και η σωρός του Ερρίκου μεταφέρθηκε στη Γάνδη, όπου και αποτεφρώθηκε παρουσία κάποιων συγγενών και κάνα δυο φίλων. Την ώρα που το φέρετρο τυλιγόταν στις φλόγες σκέφτηκα πως, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, στην τελευταία μουτζουρωμένη σελίδα της ντάνας του υπήρχε γραμμένη με μεγάλα μαύρα γράμματα η λέξη «Τέλος». Το μυθιστόρημα του Ερρίκου είχε ολοκληρωθεί εκείνο το μεσημέρι. Μαζί με αυτό και η ζωή του.

Η ζωή είναι δώρο. Ποιος μπορεί όμως να την αντέξει όταν έχει γίνει πια ένα απάνθρωπο μαρτύριο που πονά και υπενθυμίζει κάθε στιγμή το θάνατο; Ποιος είναι τόσο σοφός και αρκετά δυνατός για να υπομένει τα χτυπήματά της καρτερικά και με ανεξάντλητο θάρρος; Ο Ερρίκος έγραψε τέλος και δραπέτευσε μέσα από τη τζαμαρία του Παρατατικού της ζωής του εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι, αφήνοντας πίσω του ένα μυθιστόρημα και μερικά κόκκινα σημάδια στο ξύλινο πάτωμα του καφενείου «Λούβρο», στο κέντρο της Οστάνδης. Εγώ λέω να βγω πρόωρα στη σύνταξη και να αφήσω το μαγαζί στις κοπέλες. Είναι καιρός να ξεκινήσω εκείνο το πολυπόθητο ταξίδι στον κόσμο, σαν τον Γκράχαμ Γκριν που έφτανε από τις Βρυξέλλες στη Βιέννη διασχίζοντας το Παρίσι. Ήρθε πια η ώρα να επισκεφτώ το Λούβρο, να περιπλανηθώ σε ξένους τόπους, να κουβεντιάσω με αγνώστους για το δώρο της ζωής που ονειρεύομαι να ζήσω και για ένα φίλο συγγραφέα που σταμάτησε να ζει, μιλώντας τους γι’ αυτόν σε χρόνο Ενεστώτα.


Μην το χάσετε!( Θά 'χετε να κάνετε μαζί μου!)

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ποιητική Βραδιά ΙΙ


Μια φορά τον χρόνο με πιάνει μια μανία αναδίφησης σε αρχεία και παλιά γραπτά.Ανασκαλέυοντάς τα,λοιπόν,χθες βράδυ ανακάλυψα μια σελίδα,γραμμένη γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '80,με ανθολογημένες βαθυστόχαστες σκέψεις και στιχουργικές απόπειρες.
Σας την παραθέτω.

i.Η ελπίδα είναι το τιρμπουσόν που έχουμε όλοι στο κεφάλι μας και προσπαθεί να ξεταπώσει τον ερμητικό εγκέφαλό μας.

ii.Φεύγω είπε και θυσίασε την άγνοια στον βωμό της ηλιθιότητας.

iii.Δεν ήταν η κούραση.Δεν ήταν η τριβή,η ανία,η νοσταλγία.Ήταν το τέλος-έξοδος εμπρός δεξιά.

iv.Ο φίλος μου εμπορευόταν μοναξιά ετοιμοπαράδοτη,χωρίς χαρτόσημο,τα μεταφορικά δικά του.

v.Αλίμονο
Η ομοιότης των δύο σταγόνων
Είναι ο μεγαλύτερος μύθος που δημιουργήσαμε.

vi.Ο θάνατος είναι ένα καλαμπούρι των παιδιών ή ένα έξι τρία του ταβλιού.

vii.Το πεφταστέρι πνίγηκε στον μαύρο ουρανό.Ομολογώ αδυναμία έκδοσης ευχών.

viii.Όταν κοιτάζουμε τον ήλιο νιώθουμε άραγε τον κίνδυνο της δύσης;

ix.Ξεκίνησα να γράψω κάτι για το γιασεμί.Με ζάλισε όμως η ανάσα του.

x.Η αγάπη μας δεν κατάλαβε τα δέντρα.Τώρα σιωπή και αξιοπρέπεια:σημείο έκδοσης των ριζών και δολοφονίας των βλαστών.

xi.Το κύμα στο βράχο
Το πεύκο που λούζεται στο γαλάζιο
Ο γλάρος που πετά
Προσβάλλουν τα πεζά όνειρά μας.
Μια φτέρη είναι αρκετή
Ν' απειλήσει τη σύμβασή μας.

Όπως καταλαβαίνετε μπορεί η επιστήμη να κέρδισε έναν εργάτη,η Ακαδημία Νόμπελ όμως έχασε έναν υποψήφιο.Τρέμε Πανίκα!



-

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Αποφάσεις

Ο Πανίκας σε πατριωτική έξαρση.


"Εδό ο κόσμος κάι γετάι κάι το μοϊνί κτενί ζετάι" έλεγε ο Χάρρυ Κλύν παριστάνοντας την εράσμειο προφορά του Ζισκάρ ντ' Εστέν.
Ε,λοιπόν,νομίζω ότι ήγγικεν η ώρα να ασχοληθώ ξανά με την διεκδίκηση της Νομαρχίας.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Πολιτική Ορθότης


Πενήντα χρόνια λαμπρής καριέρας.Ένας ζωντανός μύθος.Αρκούσε μια οργισμένη δήλωση-πιθανότατα εκμαιευμένη-για να τα σβήσει όλα.
Επί προεδρείας Μπους Τζούνιορ επί δύο χρόνια την αγνοούσαν και δεν της έδιναν τον λόγο να κάνει ερώτηση στον πρόεδρο.Όταν μετά τα δύο χρόνια αναγκάστηκαν να την αφήσουν να ρωτήσει,σηκώθηκε και είπε:
-Κύριε πρόεδρε,βάλατε την χώρα σ'έναν πόλεμο,στον οποίο έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες νεαροί αμερικανοί πολίτες.Οι αιτίες,που επικαλεστήκατε για να ξεκινήσετε αυτόν τον πόλεμο αποδείχτηκαν όλες ψέμματα.Τι έχετε να πείτε επ'αυτού;
Ούτε αυτή η ερώτηση στάθηκε ικανή να την κουνήσει από τη θέση της.Μια οργισμένη δήλωση,όμως,εναντίον των ισραηλινών,στις 27 Μαΐου,όταν δηλαδή η αποστολή Free Gaza βρισκόταν σε εξέλιξη,έφτασε να ξεσηκώσει την αμερικάνικη κοινή γνώμη και ν' αναγκαστεί να παραιτηθεί.
Η κυρία Τόμας είναι 89 ετών και μέχρι τώρα αρνιόταν να πάρει σύνταξη,ασκώντας με επάρκεια το επάγγελμα του δημοσιογράφου γνώμης.
Το γεγονός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνει την υποκρισία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.Σκεφτείτε ότι το κύριο επιχείρημα εναντίον της δήλωσης της Τόμας ήταν "τι θα γινόταν αν η κα Τόμας έλεγε να γυρίσουν όλοι οι μαύροι της Αμερικής πίσω στην Αφρική;"!!!Αμερικάνικες πολιτικά ορθές ανοησίες.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Αναλύσεις

UPDATE:Τα κατάφερα!!!Εξαγοράστηκα από το σύστημα!Προχθές έφτασα λίγο αργοπορημένος στη δουλειά και,μη βρίσκοντας πάρκιγκ,κατέβηκα και μετακίνησα την ταμπέλα-μαυροπίνακα και πάρκαρα στη μια από τις δύο κατεχόμενες θέσεις.Έξυνα τα νύχια μου για καυγά αλλά δεν έγινε τίποτα.Την επομένη,μόλις πλησίασα με το αυτοκίνητο βρήκα την ταμπέλα πάλι στη θέση της αλλά μία υπάλληλος της καφετέριας βγήκε τρέχοντας και την μετακίνησε,χαμογελώντας,να μου κάνει χώρο να παρκάρω.Τελικά τον είχα παρεξηγήσει τον άνθρωπο:διαθέτει δυναμικό επιχειρηματικό πνεύμα.Τώρα πρέπει να ξενιτεύομαι για να παρκάρω.(Μόνο μην πείτε τίποτα στον Βαλυράκη και ειδικά σ'εκείνον τον Παπαδημούλη.Όλο γκρίνια είναι βρε παιδί μου!)


Στην πόλη όπου εργάζομαι ο Δήμος αποφάσισε να διορθώσει τα παλιά πεζοδρόμια.Ξήλωσε λοιπόν τα παλιά αλλοπρόσαλλα,μισογκρεμισμένα,στενά πεζοδρόμια κι έφτιαξε καινούργια,όμορφα,πλατιά,με δρόμο τυφλών και ράμπες για ΑΜΕΑ,με εσοχές για πάρκιγκ και στάσεις λεωφορείων.
Ένας από τους συμπολίτες μας που χάρηκε γι αυτήν την δημοτική πρωτοβουλία είναι και ο ιδιοκτήτης παρακείμενης καφετέριας.Ο ενλόγω επιτηδευματίας όταν,πριν λίγα χρόνια,ο Δήμος ευμόρφισε την απέναντι πλατεία,φρόντισε ώστε,εν μια νυκτί,να ξεφυτρώσει-στη θέση όπου έπρεπε να βρίσκεται δενδροστοιχία-ένα θερμοκήπιο,όπου καλλιεργεί θαμώνες αναλόγου αισθητικής και το οποίον προσομοιάζει σε τσιγγάνικο τσαντίρι.Εξάλλου οι τσιγγάνοι,πολυπληθείς στα μέρη μας,εξακολουθούν να μπολιάζουν δυναμικά το πολιτιστικό μας γίγνεσθαι.

Τότε όσοι διαμαρτυρηθήκαμε χαρακτηριστήκαμε από χαφιέδες έως κακογα*@#%μένοι και υπερφαλαγγιστήκαμε από διάφορα πλειοφηφικά "αφήστε τον άνθρωπο να δουλέψει!"

Τώρα με τα καινούργια πεζοδρόμια ιδού καινόν πεδίον δόξης λαμπρόν:αφού έβγαλε πολυθρόνες και τραπέζια-πριν ακόμα πήξει το τσιμέντο-μέχρι τον δρόμο των τυφλών,διαπίστωσε ότι δημιουργείται μια στενωσιά στο πεζοδρόμιο.Οπότε,για να μην κακοδείχνει αυτή η στενωσιά,κατέβασε στο οδόστρωμα δύο εκπάγλου καλλονής γλάστρες ώστε να μην παρκάρει κανένας ασυνείδητος και του κλείσει το μαγαζί.Το σετ περιλαμβάνει δίφυλλη ταμπέλα τύπου μαυροπίνακα,στην οποία αναγράφεται η απίστευτη πληροφορία: "καφέδες".Έτσι ο ελεύθερος χώρος επεκτείνεται και στην πρόσοψη του παρακειμένου καταστήματος.


Τα πιάνα και τα γαλλικά μου δεν μου επιτρέπουν να συνομιλώ με τον ενλόγω συμπολίτη μου.Είμαι σίγουρος όμως πως,αν θιγεί το σχετικό θέμα,θα είναι έξω φρενών με τα "λαμόγια που φάγαν τα λεφτά του δημοσίου","να πάνε φυλακή"κλπ κλπ.
Θα μου πείτε μας περιγράφεις κάτι τόσο κοινό και καθημερινό που κοντεύουμε να πεθάνουμε από βαρεμάρα.Πως έτσι γίνεται στις μικρές κοινωνίες,οι δημοτικοί άρχοντες γυαλίζουν τις περιστρεφόμενες από δερματίνη καρέκλες τους με περισπούδαστο ύφος,πίνοντας καφέδες,αδιαφορώντας για ό,τι γίνεται έξω απ'τον στενό-οικογενειακό,παραταξιακό-τους κύκλο.
Αφορμή γι αυτήν την παραληρηματική κοινοτοπία μου έδωσε το σημερινό ποστ του φίλου Μάνου ,όπου κόλλησα στον πρώτο παράγοντα,αυτόν της συνυπευθυνότητας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον το βόλεμα και η χρησιμοποίηση γνωριμιών-εξάλλου ο νεποτισμός δεν είναι ελληνική λέξη.Το πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την έννοια "δημόσιο".
Στη δυτική ευρώπη η κοινωνική εξέλιξη οδήγησε από την φεουδαρχία στις συντεχνίες και στην αστική τάξη.Στις καινούργιες αυτές κοινωνικές δομές ενυπήρχε η έννοια του "κοινού"-του δημόσιου.Ο,τιδήποτε ανήκε σε μια συντεχνία ήταν ευλαβικά σεβαστό από τα μέλη της,γιατί ήξεραν ότι έτσι την προστάτευαν,προστατεύοντας μ'αυτόν τον τρόπο και τους εαυτούς τους.Αυτή η νοοτροπία εξελίχτηκε σήμερα στον σεβασμό ο,τιδήποτε δημόσιου:το δημόσιο είναι κάτι που ανήκει σε όλους,επομένως οποιοσδήποτε θελήσει να παρέμβει σ'αυτό,πρέπει να ζητήσει την άδεια των υπολοίπων.
Στη χώρα μας,με την επανάσταση του 1821,η εξουσία άλλαξε χέρια,οι κοινωνικές δομές όμως παρέμειναν οι ίδιες.Κοτσαμπάσηδες πριν,κοτσαμπάσηδες μετά.Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Π.Καλλιγά στο βιβλίο του "Θάνος Βλέκας"-στα τέλη του 19ου αιώνα-όπου η ανταμοιβή των οικείων-λήσταρχων κλπ-των κρατούντων,ήταν μεγάλες περιοχές της Πελοποννήσου,στις οποίες περιλαμβάνονταν ολόκληρα χωριά με τους χωρικούς τους.Η νοοτροπία που επικράτησε ήταν ότι ο,τιδήποτε δημόσιο είναι και εχθρικό:ό,τι είναι δημόσιο δεν ανήκει σε κανέναν και όποιος προλάβει να τ' αρπάξει,το οικειοποιείται δικαιωματικά.
Από τις απαρχές λοιπόν του κράτους μας,ο έλληνας μαθαίνει να οχυρώνεται πίσω από την οικογένεια-με την ευρύτερη έννοια-και την παράταξη.Η οποία παράταξη δεν έχει ιδεολογικό ούτε ταξικό αλλά αυστηρά συμφεροντολογικό χαρακτήρα.
Με όρους σύγχρονης πολιτικής ορθότητας η άποψη αυτή οδηγεί στον χαρακτηρισμό της χώρας μας ως τριτοκοσμικής και απαρχαιωμένης.Σύμφωνα όμως με την δική μου άποψη-που είναι πολιτικά καθιστή-είναι η μόνη αληθινή-και οι παραπάνω χαρακτηρισμοί δεν είναι παρά ανόητοι αφορισμοί- και αν κάποιος πολιτικός-ή πολιτική κίνηση-θελήσει να δράσει αποτελεσματικά στην Ελλάδα,πρέπει να την λάβει πολύ σοβαρά υπόψιν του,πριν εκπονήσει οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα.
Όταν λοιπόν ακούω τον ΓΑΠ-και άλλους πολιτικούς παλαιότερα-να λέει ότι θα πατάξει την νοοτροπία "που επικράτησε τα τελευταία χρόνια",θεωρώ ότι εκτοξεύει ανιστόρητα φληναφήματα,που τον καθιστούν εξαιρετικά επικίνδυνο.Σκεφτείτε δε ότι συχνά αυτοαναιρείται όπως τώρα,με τα επισόδια στο Ισραήλ,δηλώνοντας "ευτυχώς ανάμεσα στους νεκρούς δεν ήταν έλληνες"...

Γνωρίζω βέβαια ότι οι ιστορικοκοινωνικές αναλύσεις δύο παραγράφων αυτοαπαξιώνονται αλλά αν γράψω περισσότερα και αρχίσω τις παραπομπές,δεν θα το διαβάσω ούτ'εγώ ο ίδιος.
Στο κάτω κάτω δικαιούμαι κι εγώ να αμπελοφιλοσοφώ!