Διακρίσεις του μπλογκ

1.Ποστ-αφιέρωμα από την Theorema.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

The Brussels connection



Σταμάτησε μαλακά το AUDI δίπλα στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Ακριβό αυτοκίνητο αλλά τα άξιζε τα λεφτά του. Μπορεί να το χρώσταγε ακόμα αλλά δεν μετάνιωνε. Κοίταξε προσεκτικά γύρω του, τσέκαρε τους καθρέφτες. Κανείς. Παρότι αφέγγαρη η νύχτα είχε μια απόκοσμη λάμψη από το χιόνι που στοργικά σκέπαζε το κάθε τι. Ρύθμισε το φως καμπίνας να μην ανάψει καθώς θ' άνοιγε την πόρτα. Κατέβηκε, έκλεισε μαλακά την πόρτα, στάθηκε μια στιγμή σαν αναποφάσιστος, με τα χέρια στην τσέπη του ακριβού παλτού του. Κάνοντας ότι διορθώνει το burberry κασκόλ του κοίταξε πάλι προσεκτικά γύρω του. Κανείς. Προχώρησε προς το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Η πόρτα του κήπου άνοιξε μ' έναν ανατριχιαστικό στριγγό ήχο. Στάθηκε κι αφουγγράστηκε. Τίποτα δεν έσπαγε την καθησυχαστική σιωπή του χιονιού.
«Τέτοια ώρα,τέτοια νύχτα, χριστουγεννιάτικα κανείς δεν θα κυκλοφορεί στους δρόμους» σκέφτηκε ανακουφισμένος.
Προχώρησε στο πλάι του σπιτιού και, όπως έλεγαν οι οδηγίες, έσπρωξε απαλά την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε αθόρυβα. Μπήκε, βγάζοντας από την τσέπη του τον μικροσκοπικό φακό του με την εξαιρετικά συγκεντρωμένη δέσμη. Άρχισε να ελέγχει τον χώρο. Σκουπίδια παντού. Βρώμικα κουρέλια, χαρτιά, περιττώματα, αποφάγια, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά συνέθεταν την μεταμοντέρνα διακόσμηση του χώρου, με φόντο βρώμικους τοίχους καλυμμένους με κάθε λογής γκράφιτι. Αδιαφορώντας για όλ' αυτά προχώρησε προς την απέναντι πόρτα κι άρχισε να ελέγχει με προσοχή το πρεβάζι της σάπιας κάσας. Νάτη. Έριξε τη δέσμη του φακού του μέσα στην τρύπα που είχε δημιουργηθεί απ' τον συδυασμό σαρακιού και πεσμένου σοβά. Ο φάκελος ήταν προσεκτικά στριμωγμένος, να μην φαίνεται. Έβαλε το δείκτη και τον μέσο έπιασε την άκρη του φακέλου και τον τράβηξε. Ένας θόρυβος πίσω του τον έκανε να γυρίσει αλαφιασμένος, στρέφοντας το φακό του προς τα εκεί. Δυο μαύρα μάτια, σε μελαψό πρόσωπο, στεφανωμένα με λιγδερά μαύρα μαλλιά τον κοιτούσαν έντρομα. Ψύχραιμα έβαλε τον φάκελο στην τσέπη του και βγήκε από την μπαλκονόπορτα. Πήγε με αργό βήμα στο αυτοκίνητο, μπήκε  και ξεκίνησε χαλαρά. Οδηγώντας, άνοιξε τον φάκελο, έβγαλε από μέσα το χαρτί και το διάβασε φευγαλέα. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Με τα λεφτά που του είχε υποσχεθεί ο Συμβολαιογράφος θα ξεχρέωνε επιτέλους το AUDI. Πέταξε το χαρτί στο διπλανό κάθισμα. Τρεις μόνο λέξεις ήταν χαραγμένες επάνω του :
«Theorema, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος».Συνέχισε να οδηγεί ικανοποιημένος.
[Σ]


Είδα τις χοντρές μπότες του να εμφανίζονται μέσα από την καμινάδα.
Απόρησα, Χριστουγεννιάτικα ο Άγιος Βασίλης δεν έρχεται ποτέ.
Σε μια βδομάδα ήταν η γιορτή του, τι γύρευε νυχτιάτικα στο δικό μου σαλόνι; Περίμενα να εμφανιστεί ολόκληρος και στάθηκα μπροστά στο τζάκι.
"Τι θέλεις Χριστουγεννιάτικα εδώ, Σάντα;", τον ρώτησα καθώς ξεσκόνιζε το μανίκι του από την κάπνα.
Η γενειάδα του ολόλευκη, το κόκκινο ρούχο του ατσαλάκωτο σαν καινούριο.
"Απορώ, καθαριστήριο το πήγε πριν κατέβει ως εδώ;", αναρωτήθηκα χωρίς να μιλήσω.
"Εσύ έγραψες την πρώτη ιστορία, ο Τσαλαπετεινός τη δεύτερη κι ο Σελιτσάνος την τρίτη, έτσι;", με ρώτησε χωρίς περιστροφές.
Είχε ξεχάσει μέχρι και να με καλησπερίσει.
Ένα τρομερό δέος με διαπέρασε σαν ερωτική ταραχή. Πρώτη φορά ένιωθα να ερωτεύομαι έναν Άγιο. Φωτιά θα έπεφτε να με κάψει...
"Ναι, έτσι έγινε, ακριβώς", παραδέχτηκα κοιτώντας τον από την κορυφή ως τα νύχια.
"Και γιατί παίξατε με το κοινό βάζοντάς το να διαλέξει;", με επέπληξε σοβαρά, πλησιάζοντας λίγα βήματα κοντά μου.
Μύριζε χειμώνα, χιόνι και μια ιδέα ιδρώτα. Συγκλονίστηκα.
"Για τη χαρά του παιχνιδιού, Σάντα", παραδέχτηκα νιώθοντας τύψεις για κάτι που δεν είχα καταλάβει τι ήταν.
Μάλλον έφταιγε το χέρι του, που απλώθηκε προς το μέρος μου απειλητικά.
"Ανέβα!", με πρόσταξε χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις.
Μπήκα στην καμινάδα ξωπίσω του, ακολουθώντας τον σαν κουρδισμένο παιχνιδάκι.
Βγήκαμε στην έναστρη νύχτα ασθμαίνοντας.
Με έπιασε από τη μέση και με έριξε πάνω στο έλκηθρο που περίμενε απέξω.
Οι τάρανδοι μούγκρισαν όλο χαρά.
Αρχίσαμε να πετάμε στον καθαρό ουρανό, όπου διακρίνονταν μόνο μερικά ασημένια αστέρια.
Τον κρατούσα από τους ώμους και μέσα μου κάτι έλιωνε σαν σιρόπι πάνω σε γλυκό.
"Με απήγαγε ο Αγιος Βασίλης", σκέφτηκα με μια άγρια χαρά. "Και πώς να το πω στους άλλους δυο που περιμένουν; Δεν έχω κάν μαζί μου ένα κινητό!"...
Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον συμβολαιογράφο. Πώς θα χαριστούν τα δώρα στους νικητές. Τι θα γίνει αύριο.
Το μόνο που ξέρω απόψε είναι πως έπεσα θύμα απαγωγής από έναν κόκκινο άγιο, και ο θεός βοηθός από εδώ και πέρα...[Th]

,
Το πρωί της Δευτέρας 26/12/2011, στις 6.17 ακριβώς κι ενώ ακόμα δεν είχε ξημερώσει, πλησιάζοντας στο κτίριο γραφείων στη Boulevard Anspach στο κέντρο των Βρυξελλών, η Maria Sol, καθαρίστρια από το Εκουαδόρ, είδε σταθμευμένα 4 περιπολικά με αναμμένους τους προβολείς και την είσοδο του κτιρίου όπου εργαζόταν, αποκλεισμένη με πορτοκαλί κορδέλες. Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να κάνει μεταβολή και να φύγει ή να προχωρήσει. Ένα χτύπημα στην πλάτη την κατατρόμαξε. Ήταν ο θυρωρός του κτιρίου, ένας μεσήλικας Έλληνας, ο χειρότερος κουτσομπόλης που είχε γνωρίσει ποτέ · φύσει και θέσει. 

Δεν πρόλαβε,  να τον ρωτήσει τί συνέβη, ούτε καν  να τον καλημερίσει κι εκείνος άρχισε να της λέει χωρίς κανέναν ειρμό: “Τον μπαγάσα! Την κοπάνησε με όλα τα δώρα του διαγωνισμού. Και τα λεφτά της αμοιβής άρπαξε και τη δουλειά δεν έκανε! Οι άλλοι κάτω σε μας,  περιμένουν ακόμα τα αποτελέσματα. Συμβολαιογράφος να σου πετύχει! Μεγάλος απατεώνας!. Καλά, βέβαια εγώ  είχα καταλάβει από την αρχή  τι μούτρο ήταν. Το χειρότερο όμως, ξέρεις ποιό είναι;” Χωρίς να περιμένει απάντηση από τη Maria Sol που μόλις που καταλάβαινε τα γαλλικά του με την έντονη Τρικαλινή  προφορά, συνέχισε ακάθεκτος: “ Λένε – κι αυτό να μη σου ξεφύγει σε κανέναν- ότι απήγαγε και τη γυναίκα που του ανέθεσε τη δουλειά!  Αυτή πάλι, σοβαρή μπλογκερ χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες, λένε ότι ενώ κατάλαβε ότι πρόκειται για απαγωγή, τον ερωτεύτηκε και του πρότεινε να φύγουν μαζί για τη Βενεζουέλα που εργάζεται μια φίλη της που τη λένε So Far! Καταλαβαίνεις βέβαια, ότι έτσι η υπόθεση θα περάσει στα χέρια της Ιντερπόλ και...” 

Από τη φλυαρία του θυρωρού η Maria Sol γλύτωσε με την παρέμβαση ενός αστυνομικού που τους πλησίασε κι αφού τη ρώτησε αν εργάζεται στο συγκεκριμένο κτίριο της ζήτησε να τον ακολουθήσει.  Τους είπε ό,τι ήξερε. Ότι είχε δει τα δώρα όταν τα έφεραν  στο γραφείο την περασμένη εβδομάδα και ότι ο συμβολαιογράφος της είχε ζητήσει να μην καθαρίσει το δωμάτιο όπου φυλασσόταν και ότι το είχε διπλοκλειδώσει ο ίδιος. Επίσης   ότι καθαρίζοντας τη ντουλάπα που κρεμούσε το παλτό του, την Παρασκευή το απόγευμα είδε κρεμασμένη μια στολή Αγιο Βασίλη και μια ψεύτικη γενειάδα. Tης φάνηκε περίεργο γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί έναν τόσο όμορφο και νέο άντρα ντυμένο Άγιο Βασίλη. Αφού δίστασε για λίγο πρόσθεσε ότι στο κάτω μέρος  της ντουλάπας  βρήκε τσαλακωμένο ένα χαρτί που έγραφε τρεις λέξεις, τη μία κάτω από την άλλη. Δεν το είχε πετάξει. Αν το ήθελαν, ναι,  το είχε μαζί της. Άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε το χαρτί και το έδωσε στους αστυνομικούς. Το έπιασαν φορώντας γάντια, το έβαλαν σε μια διάφανη σακούλα. Μερικές ώρες αργότερα, στη Σήμανση έμαθαν ότι έγραφε ελληνικά: “Θεώρημα, Τσαλαπετεινός, Σελιτσάνος” και μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο. [Τ]






Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Μαγειρέματα

Η εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης για την μαγειρική και τη γαστρονομία έχει γίνει γνωστή ως μοριακή γαστρονομία. Αυτή είναι ένας υποτομέας της επιστήμης των τροφίμων. Σημαντικές συνεισφορές έχουν γίνει από τους σεφ επιστήμονες και συγγραφείς όπως ο Τσαλαπετεινός (ψυχοερευνητής, ιπτάμενος καλλιτέχνης),η Theorema (ερευνήτρια,αρχιτέκτων ψυχικών δομικών έργων) και ο Σελιτσάνος (επίτιμος γευσιγνώστης, αποτυχημένος φροϋδιστής). Ανθολογίσαμε δείγματα της δουλειάς των τριών σοφών, ευελπιστώντας να συμβάλουμε στην επιτυχία των επερχομένων εορταστικών γευμάτων και τραπεζωμάτων.
(ΣΣ. Αν μετά την ακριβή εκτέλεση των συνταγών το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό, διαθέτομεν επαρκή λίστα ικανοτάτων ψυχιάτρων να σας βοηθήσουν.)




Την βλέπω που ανακατεύει το νερό και μου' ρχεται να φωνάξω. Ούτε βραστό αυγό δεν ξέρει να φτιάχνει η άχρηστη, και μου καμώνεται για μαγείρισσα περιωπής με ένα πάκο τορτελίνια. Σκίζει το χαρτί του Knorr και πετάει τον κύβο στην κατσαρόλα. Μετά ανακατεύει ξανά να πάει παντού η μυρωδιά, έτσι λέει. Δεν αντέχω πια, δε γίνεται άλλο, έσκασα, απόψε θα της το πω. Να ξεμπερδεύω.
«Μύρισε να δεις τι ωραία που ευωδιάζει το φαΐ», λέει και μου δείχνει με την κουτάλα το βραστό νερό με τα πρασινοκόκκινα ίχνη.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Πλησιάζω και τραβάω μια μυτιά σα να ρούφαγα κόκα. Τους σιχαίνομαι τους κύβους Knorr, μου φέρνουν αναγούλα.
«Ωραίο», της λέω ο δειλός και της χαμογελάω κι από πάνω.
Πρέπει να τελειώνω με όλα αυτά. Να ξεκαθαρίσω τη θέση μου και να φερθώ σαν άντρας. Ωραία, έγινε. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που ερωτεύεται άλλη. Έγκλημα έκανα στην τελική ή μήπως το κυνήγησα κιόλας; Τόσα χρόνια είμαστε μαζί, αδέρφια γίναμε! Ίδιο αίμα. Πηδιέσαι όμως με την αδερφή σου; Είναι ποτέ δυνατόν; Όχι πως με τη Σοφία έμπλεξα μόνο για το σεξ, εννοείται. Τα βλέπω όλα σοβαρά, έρωτας βαρβάτος. Στην αρχή ήταν μια γλυκιά ιδέα, ένα καλό κρεββάτι, λίγη παρέα τις ώρες της μοναξιάς. Σιγά σιγά άρχισα να κολλάω μαζί της. Την σκεφτόμουν συνεχώς, έκανα δέκα ρεηφρές την ώρα στο κινητό, δεν κοιμόμουν τις νύχτες. Οδηγούσα και της αφιέρωνα τραγούδια ενώ δεν ήταν εκεί, μιλάγαμε, της έλεγα και μου απαντούσε, στο μυαλό μου πανικός. Μια δεύτερη ζωή μες το κεφάλι μου, ακόμα πιο ζωντανή από την πρώτη. Και οι κλεμμένες μας στιγμές, ευτυχία...
«Τα τορτελίνια επιπλέουν. Λες να έγιναν; Έτσι γράφει στο πακέτο», με ρωτάει και με κοιτάζει σα να ξέρει τι σκέφτομαι. Σα να με διαβάζει.
«Σβήσε τη φωτιά και σούρωσέ τα», της απαντώ και την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως θέλω να της φέρω την κατσαρόλα στο κεφάλι. Ή να χώσω μέσα το κεφάλι μου εγώ. Καλύτερη ιδέα.
«Η κρέμα γάλακτος με το ροκφόρ πόση ώρα πρέπει να βράσει; Να τρίψω σκόρδο τώρα ή μετά;», ρωτάει με φωνή αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού και με πιάνει ζαλάδα.
«Λιώσε στην κρέμα το τυρί, ανακάτεψέ τα κάνα τέταρτο σε σιγανή φωτιά με ξύλινο κουτάλι, ρίξε μανιτάρια, μπέικον, αλατοπίπερο και στο τέλος λίγο βούτυρο και μια πρέζα σκόρδο», απαγγέλλω τη συνταγή που υποτίθεται πως είχε αναλάβει να μαγειρέψει.
Παρόλα αυτά δεν την μισώ. Απλώς τώρα πια την βρίσκω αδιάφορη, κρύα, εκνευριστική, ασέξουαλ. Κάποτε την ερωτεύτηκα μέχρι θανάτου, σήμερα απλώς την ανέχομαι και μελαγχολώ. Μπορεί και αυτή το ίδιο.
Η Σοφία περιμένει να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα.
«Αν της το πεις επιτέλους», μου ξεκαθάρισε, «μπορούμε να μείνουμε μαζί από το ίδιο βράδυ. Αν διστάσεις ξανά, θα πάω πίσω στο νησί και μη με ψάξεις».
Να μην την ψάξω...
«Έλα λίγο μωρέ να δεις τη σάλτσα», με φωνάζει και σπεύδω σαν κουρδισμένο ρομπότ.
Η σάλτσα έχει δέσει, τα υλικά έχουν γίνει ένα μεταξύ τους, οι μυρωδιές έχουν συγχωνευτεί. Όπως κι εμείς οι ίδιοι τελικά. Όπως και οι ζωές μας.
Την κοιτάζω που σερβίρει στην κουζίνα μας. Με τα γνωστά μαχαιροπίρουνα, τα οικεία πιάτα, τα παλιά ποτήρια. Σκέφτομαι το βόλεμα των γυαλικών μέσα στα ντουλάπια. Των σεντονιών στο συρτάρι. Των ρούχων στις κρεμάστρες. Των βιβλίων στα ράφια. Το δικό μου δίπλα της, μέσα στο σπίτι αυτό. Το βόλεμά μας. Τεράστιο μαρτύριο το ξεβόλεμα αυτό, σκέτη αγωνία ανασφάλεια του άλλου. Κι αν η Σοφία με παρατήσει και καταρρεύσω μετά; Αν στραβώσει κάτι;
Τουλάχιστον τώρα ξέρω πως η ζωή μου είναι στρωμένη, άνετη. Αν με τη Σοφία δεν τα βρούμε στη συγκατοίκηση, στα οικονομικά, τις διακοπές ή όπου, τι κάνω εγώ μετά; Πάτησα τα πενήντα πια. Παρόλο τον έρωτα και το ωραίο σεξ, παρόλη την καύλα, είμαι τώρα για νεανικές περιπέτειες και δοκιμές ζωής;...
«Τρώμε, αγάπη μου», φωνάζει δυνατά και τότε ξέρω μέσα μου πως ούτε και φέτος θα χωρίσω.



Θεώνη! Τί κάνεις στο παράθυρο πάλι; Στη ρέμβη το έριξες τώρα που έπρεπε να βγάλεις φτερά στα πόδια σου; Σάλευε! Πρώτα στον μπουφέ· τα ασημένια μαχαιροπίρουνα θέλουν γυάλισμα με σόδα. Θέλω να βλέπω το πρόσωπό μου στα κουτάλια. Και ύστερα πιάσε να πλύνεις το καλό σερβίτσιο. Τι θα πει είναι καθαρό; Όχι κύριε, δε φωνάζω. Οδηγίες δίνω στη Θεώνη. Και τα κρυστάλλινα ποτήρια θέλουν φρεσκάρισμα. Το άσπρο τραπεζομάντηλο, κολλαριστό, θα στρωθεί αύριο και μεθαύριο, την παραμονή θα μπούνε τα σερβίτσια. Να εδώ, στην κορυφή, στη θέση του μακαρίτη, θα καθίσει ο θείος Χαρίλαος κι απέναντι ο κουνιάδος μου ο βουλευτής. Τρομάρα του. Σαράντα στρέμματα έδωσε μπιρ παρά για να εκλεγεί. Τα είκοσι ποτιστικά. Μακριά οι δυο τους, γιατί θα αρπαχτούν πάλι για τα πολιτικά, χρονιάρες μέρες. Μπορώ να ξεχάσω τι έγινε τα Χριστούγεννα του `53; Όχι το `55 ήταν, γιατί εκείνη τη χρονιά είχαμε πάρει το πικ απ. Grundig, παρακαλώ. Εξαίρετος ήχος. Ακούγαμε “Λίγες καρδιές αγαπούνε”, όταν ήρθαν στα χέρια. Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε. Κι ό, τι είχαμε αρχίσει να χορεύουμε. “...οι πιο πολλές σε ξεχούνε, μόλις περάσει η βραδιά...” . Ω! Με συγχωρείτε κύριε, αλλά με το τραγούδι παρασύρομαι, δίκαιο έχετε, πιο σιγά...Μακριά λοιπόν! Μακριά για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Οι άλλοι θα βολευτούμε. Πέντε από τη μια μεριά, πέντε από την άλλη. Δώδεκα μόνο φέτος -ζωή να έχουμε- άνετα θα είμαστε. Να αγιάσει η ψυχή της μανούλας μου που διάλεξε αυτό το τραπέζι. “Μεγάλο κόρη μου” έλεγε και ξανάλεγε, “να χωράνε όλοι στις γιορτάδες”. Εγώ βλέπεις δεν το ήθελα τόσο μεγάλο γιατί...

Χτυπάνε Θεώνη! Κουφή είσαι και δεν ακούς; Τρέχα γρήγορα να ανοίξεις. Ο παραγιός του χασάπη θα είναι. Αλλά πρόσεξε: όχι πολλά πολλά μαζί του. Ξέρω πολύ καλά τι λέω εγώ. Σουσουράδα. Τον έχω δει που κόβει βόλτες συνέχεια έξω από το σπίτι. Σοβαρή σοβαρή να του ανοίξεις και να δεις αν τα έφερε όλα. Κιμά -δυο οκάδες χοιρινό, μια οκά μοσχάρι, για τη γέμιση και τα γιαπράκια- τη γαλοπούλα και το κεφάλι με τα ποδαράκια για την πηχτή. Αν δεν είναι διπλοκομμένος ο κιμάς, να του πεις να τον πάρει πίσω και να τον περάσει δεύτερη φορά στη μηχανή. Ύστερα βάλε την κεφαλή του χοίρου στο νερό να λευκανθεί και να καψαλίσεις καλά το πουλερικό. Θεώνη στάσου!!! Να την προλάβω ήθελα κύριε, γι αυτό φώναξα, να της δώσω το μπουρμπουάρ του παραγιού. Καλά, καλά αφού επιμένετε θα του τα δώσω ιδιοχείρως όταν περάσω να πληρώσω το χασάπη. Αλλά αφήστε με τώρα. Πρέπει να δω τη συνταγή του μπακλαβά γιατί δεν την ενθυμούμαι καλώς.. Διπλή δόση θα κάνω φέτος. Να στείλω και μια πιατέλα στην εξαδέλφη μου. Πέντε χρόνια και το κρατάει ακόμα το πένθος. Υπόδειγμα συζύγου η Χαρίκλεια. Να ο Τσελεμεντές, τα γυαλιά μου όμως πού τα άφησα; Εγώ στα τρία ξεπένθησα, ήμουν βεβαίως πολύ νεότερη, α τα φοράω καλέ! Πνιγόμουν με τα μαύρα, το ευρετήριο είναι στο τέλος, αλλά δεν ξανάφτιαξα τη ζωή μου, ευρετήριο, ευρετήριο και μου έκαναν δύο προξενιά. Μ...μ... Μπακλάβας! Σελίδα 339. Ο ένας ήταν καλός. Άνθρωπος του κόσμου, θα έχανα όμως τη σύνταξη. Σελίδα 337, στην επόμενη. Να! Τον βρήκα. “Διακόσια δράμια ψίχα αμυγδάλων”. Όχι, εγώ βάζω εκατό δράμια αμύγδαλα, εκατό καρύδια. Έτσι του άρεσε του μακαρίτη. Έτσι τον έφτιαχνε η πεθερά μου δηλαδή κι έτσι είχε συνηθίσει. Ανάμεικτα. Ορίστε, το έχω σημειώσει εδώ, στο τέλος της συνταγής, εδώ που λέει: “Θέτομεν δε αυτόν να ψηθή εις μέτριο φούρνον επί μίαν και ημίσειαν ώρα”.

Όταν έρθει η Θεώνη, θα της πω να κοπανίσει και κανελλογαρύφαλλα, τριάντα δράμια για τη διπλή δόση. Να πιάσει μετά να καθαρίσει και τα κάστανα για τη γέμιση, να βγάλει τα κοτσάνια και να πλύνει τη σταφίδα. Όταν μπαίνω στην κουζίνα θέλω όλα τα υλικά έτοιμα και τη σακοράφα, εκεί για το ράψιμο της γαλοπούλας. Με την κλωστή περασμένη. Διπλή πάντα για να αντέχει. Αλλά το πιπέρι και το μπαχάρι θα το τρίψει εκείνη τη στιγμή, όχι πριν. Αλλιώς χάνουν τη μυρωδιά τους. Τι μυρίζει; Πω πω άσχημη μυρωδιά είναι αυτή; Να δεις που καψαλίζει τη γαλοπούλα στην κουζίνα. Η τσαπατσούλα! Θεώνη!!! Δεν της κόβει να βγει στην αυλή. Πρέπει να τη σταματήσω. Αφήστε με. Θα βρωμίσει όλο το σπίτι και περιμένω κόσμο. Αφήστε με σας λέω. Θεώνη!!! Πού είσαι; Ορίστε κατάστασις! Άφησε την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή και τα κρέατα πάνω στο τραπέζι. Θεώνη!!! Δεν είναι. Έφυγε. Το έσκασε το παλιοθήλυκο με τον παραγιό του χασάπη. Το `ξερα. Αυτόν περίμενε στο παράθυρο. Αφήστε με! Μη με τραβάτε, χήρα γυναίκα! Αφήστε με! Αμάν! Μπήκε γάτα. Να την! Μα δεν τη βλέπετε; Διώξτε την! Θα πάει στα κρέατα! Ξουτ! Ξουτ! Παλιοθήλυκο κι εσύ. Θα μου τα μαγαρίσει! Αχ Θεώνη τί μού έκανες! Παλιόγατο, άστο κάτω το κεφάλι. Αφήστε με! Μη με κρατάτε. Τι είναι αυτό; Ένεση; Δεν θέλω ένεση. Δε θέλω να ηρεμήσω. Να κοιμηθώ; Γιατί να κοιμηθώ; Περιμένω κόσμο για το ρεβεγιόν. Έχω ετοιμασίες. Καταλαβαίνετε; Μη! Με πονάτε. Θα ενημερώσω τον κουνιάδο μου για τη συμπεριφορά σας. Είναι βουλευτής ξέρετε. Του κυβερνώντος κόμματος. Όχι κύριε, όχι. Μη μου κάνετε ένεση... Αααχ! Δεν πρέπει να κοιμηθώ γιατρέ. Έφυγε η Θεώνη, και... πρέπει να τα ετοιμάσω όλα μόνη μου... Με τον παραγιό του χασάπη... Έχω να μαγειρέ...



«Όχι, όχι δεν είναι που δεν θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου» σκέφτηκε καθώς έσπαγε τα τέσσερα αυγά, χωρίζοντας τους κρόκους απ’ τ’ ασπράδια. «Θέλω.Θέλω πολύ. Σαν τρελός.» Έβαλε τους κρόκους σ’ ένα μπολ κι έριξε τ’ ασπράδια στο μίξερ. Το άνοιξε σε μεγάλη ταχύτητα να χτυπηθούν μαρέγκα. «Είναι που δεν πρέπει. Εγώ είμαι ένας γεροσαλιάρης κι εσύ μια γυναίκα που ανθίζει. Θα μπορούσε να ήσουν κόρη μου.» Άναψε τον φούρνο στους διακόσιους βαθμούς. Πήρε ένα μέτριο ταψί, έριξε μέσα ένα ολόκληρο πακέτο βιταμ, μια κούπα ζάχαρη άχνη και μια κουταλιά της σούπας σορωτή φρεσκοτριμμένη κανέλλα. Το έβαλε στο φούρνο. «Δεν είναι ούτε αυτό όμως. Δεν έχω τέτοια κολλήματα.» Έπιασε ν’ ασχολείται με τα μήλα. Πρώτα να βγάλει τα κουκούτσια με το ειδικό εργαλείο. Κοίταξε με κλειστό το ένα μάτι μέσα από τη σήραγγα που έκανε στο φρούτο, χαμογελώντας στην ιδέα ότι, κατά τον Πουανκαρέ, του πρόσθεσε μία ακόμη διάσταση. Έβγαλε τα κουκούτσια απ’ όλα τα μήλα κι έπιασε να τα ξεφλουδίζει. «Είναι που όλον αυτόν τον καιρό σε παρατηρώ και σε πλάθω στο μυαλό μου.» Έριξε τους κρόκους στην μαρέγκα και άφησε το μίξερ να τ’ ανακατέψει καλά. Έβγαλε το ταψί απ’ το φούρνο. Ανακάτεψε καλά το μείγμα βιτάμ, άχνης, κανέλλας να γίνει ομοιγενές. Έκοψε τα μήλα σε ισοπαχείς ροδέλες και τις έστρωσε μες στο ταψί με το καστανό σιρόπι. Μέσα σε κάθε τρύπα, που πριν φιλοξενούσε τα κουκούτσια, έβαλε από ένα κομμάτι καρυδόψυχα. Έβαλε πάλι το ταψί στο φούρνο. «Δεν ξέρω καν πώς είσαι γυμνή. Αν καυλώνεις μ’ ένα βλέμμα,μ’ ένα άγγιγμα ή χρειάζεσαι περισσότερα.» Έριξε μες τη μαρέγκα μία κούπα ζάχαρη άχνη, μια βανίλλια κι ένα ρακοπότηρο Grand Marnier κίτρινο. Τ’ άφησε ν’ ανακατευτούν καλά. «Αν ανατριχιάσεις από ηδονή όταν αγγίξω τον λαιμό ή τη μέση σου.» Έριξε στο μίξερ μια κούπα αλέυρι που φουσκώνει μόνο του. Πέντε λεπτά. Όχι μόνο ν’ ανακατευτεί καλά αλλά να «πάρει αέρα» το μείγμα. Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο με τα μήλα που είχαν πια μελώσει. «Αν νιώσεις να λιώνεις όταν γλείψω το αυτάκι σου.» Άδειασε το περιεχόμενο του μίξερ πάνω στα μήλα προσέχοντας να καλυφθούν ισοπαχώς. Έβαλε το ταψί στο φούρνο. Είκοσι λεπτά. «Εγώ όμως μέσα στο κεφάλι μου έχω αποφασίσει για όλ’ αυτά. Ξέρω ότι μόλις σε κοιτάξω βαθιά στα μάτια, θ’ αγκιστρώσω το βλέμμα σου. Μόλις σε πιάσω από τη μέση θα νιώσεις μια αντριχίλα να σε διαπερνά. Μόλις αγγίξω με τα χείλη μου το λαιμό σου θα κρεμαστείς επάνω μου, σα να φοβάσαι ότι θα σωριαστείς. Όταν θ’ αρχίσω να σε γδύνω αργά αργά, καθυστερώντας να γευτώ το κάθε καινούργιο κομμάτι του κορμιού σου που αποκαλύπτεται, δεν θα πατάμε πια στη γη αλλά λαχανιασμένοι θ’ ανεβαίνουμε την κλίμακα της ηδονής. Και όταν θά ‘ρθει η στιγμή της μέθεξης, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη λέξη να περιγράψει την έκρηξη, τον απειρισμό του οργασμού. Γι’ αυτό σου λέω.»
Είκοσι λεπτά. Άνοιξε τον φούρνο, πήρε ένα μαχαίρι και το βύθισε στο ψηλότερο σημείο του παντεσπανιού. Το έβγαλε. Πεντακάθαρο. Έτοιμο λοιπόν. Πήρε μια πιατέλα, ελαφρώς μεγαλύτερη απ’ το ταψί, το καπάκωσε μ’ αυτήν και τα γύρισε μαζί ανάποδα. Η μηλόπιτα στάθηκε περήφανα με το σιρόπι της ν’ αργοτρέχει στα πλαϊνά της. Κοίταξε ικανοποιημένος τα μελωμένα μήλα , τα καρύδια που στραφτάλιζαν καραμελωμένα. Για τι παντεσπάνι ήταν σίγουρος. Ήξερε ότι αν φαντασιωνόταν ερωτικά όταν έφτιαχνε μηλόπιτα, η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη.



Χριστουγεννιάτικο κουίζ: Βρείτε ποιος έγραψε ποιο κείμενο και κερδίστε πλούσια δώρα! Καλά Χριστούγεννα!
.



Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Zut et merde enfin!



Έρως ανίκατε μάχαν,
Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις,
ός εν μαλακαίς παρειαίς
νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτάς δ' υπερπόντιος
εν τ' αγρονόμοις αυλαίς·
καί σ' ούτ' αθανάτων φύξιμος ουδείς
ούθ' αμερίων σέ γ' ανθρώπων.
Ο δ' έχων μέμηνεν.
Σύ καί δικαίων αδίκους
φρένας παρασπάς επί λώβα,
σύ καί τόδε νείκος ανδρών
ξύναιμον έχεις ταράξας·
νικά δ' εναργής βλεφάρων
ίμερος ευλέκτρου νύμφας,
τών μεγάλων πάρεδρος
εν αρχαίς θεσμών.
'Αμαχος γάρ εμπαίζει Θεός, Αφροδίτα.


Όχι δεν είμαι ερωτευμένος.Μάλλον πικραμένος θα έλεγα.Αλλά κουράστηκα.Κουράστηκα απ΄την μέρα με την ημέρα επιβίωση.Απ΄την συγκατοίκηση με την αβεβαιότητα.Απ' τις αυτοματοποιημένες δηλώσεις δημοσίων ανδρών-ανεξαρτήτως φύλου.Απ' τους αφηρημένους διαλόγους με το μυαλό αλλού.Απ' τα παγωμένα βλέμματα.Απ' τους κυρτούς ώμους.Απ' τις διτυπίες του βίου μας.Αν ήμουν τριάντα χρόνια νεότερος θα μίλαγα για κοινωνικό λικβινταρισμό.Και θα κορδωνόμουν για την αντιαισθητική αλλά παράξενη λέξη.Τώρα οι ρυτίδες μού συμβουλεύουν πορεία προς αρχέτυπες αξίες.Αυτές που δεν μπορούν να διαχειριστουν.Οι άλλοι.Οι κακοί.

Έρως λοιπόν.Πλήρης και αυτούσιος.Όχι μόνον μεταξύ ανθρώπων-σε πείσμα του Σοφοκλή.Έρως για τη ζωή.Την γυμνή ζωή.Χωρίς επίκτητες ανάγκες,εξαρτήματα και φτιασίδια.Ας κάψουμε τους τίτλους σπουδών μας,εκπαιδευτικούς και βιωματικούς.Ας ξαναρχίσουμε απ' το Α.Για να μας φοβηθούν.

Έρως ζωής,όχι επιβίωσης.